Ηλίθιοι μέσα στη νύχτα

     Το κρύο ήταν τσουχτερό. Στο πακέτο του Μπόρις είχανε μείνει μόλις δυο τσιγάρα και στη μπωτύλια μόλις τρεις γουλιές. Έστρεψε το πακέτο προς το μέρος μου κι έβγαλα τον αναπτήρα με τα παγωμένα μου χέρια. Παραλόγως ήταν η πιο κρύα νύχτα του Νοέμβρη κι έτυχε το απρόσμενο της νύχτας να μας βρει σε αυτό το λόφο να χαζεύουμε τα φώτα της πόλης κι όχι την πόλη, μόνο τα πολύχρωμα της φώτα και να ακούμε τη βουή να ορθώνεται στα αυτιά μας. Να το μαρτύριο κι ηλιθιότητα , το τσούρμο των τρελών. Τότε ήταν ξαφνικά που με στόμφο φιλοσόφου ή ποιητή σηκώθηκε στα δυο του πόδια ύψωσε το ανάστημα του και σαν να βγήκε στο σανίδι διατύπωσε την εξής ερώτηση , με ύφος ανθρώπου βουτηγμένου στο βάζο με το μέλι της ζωής.
-Τι ζητάς απ' τη ζωή σου ρε Αρτούρο ; Τι είναι τελικά αυτό που θες;
Και η ηχώ των φράσεών του κατρακύλησε στις πλαγιές και στα δέντρα και έμεινα να τον κοιτάζω για λίγο, διστακτικός μεν να εισχωρήσω στο έργο του, δεκτικός δε να παρανοήσω απόψε λιγάκι κάτω απ 'τα άστρα. Και του απάντησα με παρόμοιο στόμφο.
- Φίλτατε Μπόρις  εμπνευστή των νέων καιρών ,το μόνο που ζητώ, απόλυτα, μέσα στη χλόη στη δροσιά κάτω απ' τον ήλιο, σε ένα σπίτι που χτίσαν τα δυο μου χέρια ,να 'ρθουν μια μέρα να με βρουν τα όνειρα μου και να μου πουν ας ξεκινήσουμε μαζί.
Τότε ήταν που τρεμόπαιξαν τα φώτα, κείνα τα κιτρινιάρικα τα άρρωστα, και τ' άστρα παίξαν συγκρουόμενα και μείναμε να κοιτάμε αχνούς ορίζοντες και πένθιμες κεραίες στις ταράτσες.
       Κατεβάσαμε τις τρεις γουλιές και ξεκινήσαμε να γυρνάμε πίσω στα θλιβερά μας σπίτια, σφυρίζοντας μπερδεμένους σκοπούς και τρέφοντας μια απέχθεια για όσα σκόνταφταν  στα μάτια μας μπροστά. Μια καληνύχτα την είπαμε και δώσαμε μια χειραψία ,κι ο Μπόρις στράφηκε προς την ανήμπορη του γειτονιά και εγώ ανηφόρησα προς το μαρασμό μου. Κι όλο σκεφτόμουν πόσοι ηλίθιοι γυρνούν μέσα στη νύχτα σαν κι εμένα , τούτη την ώρα, με το 'να πόδι στη χλόη στη δροσιά κάτω απ' τον ήλιο και τ' άλλο σε αυτό το καταλαγιασμένο τίποτα.
Κάποια στιγμή λίγο πριν αποκοιμηθώ , λίγο πριν βυθιστώ  διατύπωσα στον εαυτό μου την εξής παραδοχή.
- Αρτούρο δεν είσαι τίποτα περισσότερο από ένας   μαλάκας !
Κι ύστερα σκέφτηκα εντελώς συμπτωματικά εκείνη και μετά την άλλη και πιο μετά την παράλλη , κι όλες μαζί δεν φτάνανε να φτιάξουνε τη μία,  εκείνη που μοιάζει με απώλεια μεγάλη , εκείνη που φαντάζει πιο άδειο το κενό.
       Το επόμενο πρωί ο Μπόρις δεν φάνηκε στη δουλειά κι εγώ αγουροξυπνημένος ως το μεσημέρι έκανα χαζές σκέψεις για όμορφα πράματα μα η πραγματικότητα κι ο περίγυρος μάλλον με είχανε γραμμένο για τα καλά. Όταν σχόλασα πήγα στο cafe των Αργοπορημένων και παράγγειλα μια παγωμένη μπύρα. Ο μικρός δείκτης του ρολογιού πάνω από το μπαρ γλιστρούσε προς τα κάτω κι ύστερα με όλη του δύναμη σκαρφάλωνε στους αριθμούς κι οι μπύρες άδειαζαν και γέμιζαν ώσπου σε κάποιο σημείο εμφανίστηκε ο Μπόρις κι αυτός τύφλα, ή μάλλον πολύ περισσότερο, κι έκατσε δίπλα μου . Κι ήταν λες και ήξερε όλες του κόσμου τις αλήθειες και πως να αντέξει κανείς, σε τούτη τη πόλη με αυτούς τους ανθρώπους την ώρα που βραδιάζει . Κάθε φορά που βραδιάζει και τα πάντα ξεκούρδιστα , χαλάνε τη μουσικά σου για άλλη μια φορά.
      Η αλήθεια είναι πως δεν μιλήσαμε πολύ, ο καθένας  χαμένος στις σκέψεις του και στο ποτό του, έτσι όπως συμβαίνει όταν δεν ξέρεις από που ν' αρχίσεις. Όταν η μόνη απάντηση σε όλες τις ερωτήσεις είναι το ''δεν ξέρω''. Μια στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε πρώτα εκείνη η κοπέλα και μετά η τεράστια βαλίτσα της που μετά βίας μπορούσε να μεταφέρει. Ήταν το μόνο πράγμα που τραβούσε τη περιέργεια μου εκτός από το ρολόι, εκτός από το ποτό, εκτός από τη σιωπή του Μπόρις, αυτή  η κοπέλα που έκατσε ακριβώς πίσω μας στο διπλανό τραπέζι μαζί με τη τεράστια βαλίτσα της , λες και χωρούσε το σπίτι της λες και χωρούσε την ίδια. Χαμένη με τον τρόπο της παρήγγειλε το ποτό της και μες στην αβεβαιότητα της ρουφούσε μικρές γουλιές και ελάχιστα σήκωνε το βλέμμα της από το τραπέζι. Πραγματικά δεν είχα καταλάβει σε τι κατάσταση βρισκόταν ο Μπόρις αλλά μάλλον το συνειδητοποίησα αργά όταν στη προσπάθεια του να σηκωθεί από το μπαρ παραπάτησε και έπεσε πάνω της με τόσο ατσούμπαλο τρόπο που έριξε το ποτό της και παραλίγο ολόκληρο το τραπέζι κι ήταν λες και ξεχύθηκε το χάος, η αναρχία, η ανθρώπινη εσφαλμένη οδός που κατρακυλάμε καμιά φορά, κάτι που δεν μπορείς να αντέξεις, αλλά αυτό ήταν μονάχα μια στιγμή.
Τον σήκωσα κατευθείαν , ενώ στο ξαφνικό συμβάν το παραμιλητό του Μπόρις ήταν γεμάτο συγνώμες και καταστροφές. Αντίθετα η κοπέλα που ξαφνιάστηκε εξ αρχής ήταν τόσο ευγενική που με βοήθησε να τον βάλω στη άδεια από τις άλλες δυο καρέκλες του τραπεζιού της. Αμέσως παράγγειλα καινούριο ποτό για κείνη και ένα σάντουιτς για τον Μπόρις, και συστηθήκαμε ζητώντας κι εγώ συγνώμη για λογαριασμό του μεθυσμένου φίλου μου. Το όνομά της Οντέτ, η μικρή ταξιδιώτης. Εδώ και τρία χρόνια πήγαινε από μέρος σε μέρος παίζοντας μουσική στο δρόμο, βιολί για την ακρίβεια. Από κείνη τη νύχτα ξεκίνησε μια καινούρια φιλία και από δυο γίναμε τρεις. Ήταν λιγομίλητη και το μόνο που θυμάμαι είναι κείνη η ιστορία που μας διηγήθηκε , ένα παραμύθι , δεν θυμάμαι βέβαια για ποιο λόγο , ποια ήταν η αιτία της που την οδήγησε να το πει, αλλά ήταν φοβερό παραμύθι. Η ιστορία μιας βαλίτσας γεμάτη από αντικείμενα , και για κάθε αντικείμενο υπήρχε και μια σπουδαία ιστορία που όπως έλεγε ήταν πέρα για πέρα αληθινή. Η πρώτη ιστορία ήταν για ένα καθρεύτη. Ο καθρεύτης  όπως έλεγε της κυρίας  Ροσελύ.

Οικία Ροσελύ, Κυρία Ροσελύ ....
    Η κυρία Ροσελύ ένοικος της πράσινης πολυκατοικίας στην οδό Τρυφώ 5, χήρα τα τελευταία τριάμιση χρόνια ζούσε το υπόλοιπο της ζωής της μέσα στην απολιθωμένη πλέον καθημερινότητα της. Ανίκανη πια να διακρίνει τα χρώματα, έβλεπε μόνο ασπρόμαυρα, στο βασίλειο της μοναξιάς, της σκόνης, στα τραπεζομάντηλα, στα τσαγερά, τα πλεκτά, τα κοσμήματα, στις σταγόνες της βροχής που κουτουλάνε στα τζάμια κάθε φθινόπωρο, κάθε χειμώνα που περνά, στα παιδιά που δεν έκανε ποτέ, στο χρόνο που πήρε σχεδόν τα πάντα. Μια περίεργη μέρα που έτυχε να χάσει το λεωφορείο, να σκιστεί η τσάντα με τα πορτοκάλια στο δρόμο, να τσακωθεί με ένα βιαστικό νεαρό και ύστερα να γυρίσει σπίτι της στον τρίτο όροφο βρήκε την εν λόγω βαλίτσα να την κοιτά έξω απ' την εξώπορτα της .
Να την κοιτά σχεδόν υπεροπτικά , μέσα στην ειρωνία όπως και ο υπόλοιπος κόσμος. Μια γριά παρατημένη είμαι, συνήθιζε να λέει. Παλιοζωή κι όχι μόνο συνήθιζε να λέει. Ζώντας από τη σύνταξη του άντρα της , ο οποίος ήταν οδηγός  τρένου. Λοιπόν που λέτε έσπρωξε τη βαλίτσα λίγο πιο πέρα και πέρασε στο φτωχικό της. Ήταν μεσημέρι. Το απόγεμα η βαλίτσα ήταν ακόμα εκεί. Το επόμενο πρωινό ακόμα εκεί. Πήρε την απόφαση τότε με λίγη ντροπή ή υποκρινόμενη πως ντρεπόταν και έμπασε τη βαλίτσα στο σπίτι. Την ξάπλωσε στο χαλί και την άνοιξε. Κι ενώ φάνταζε κι όντως ήταν τόσο βαριά το μόνο που αντίκρυσε στο εσωτερικό της ήταν ένας καθρεύτης.

Αρτούρο (σπιτι του)

    Τι Σάββατο είναι κι αυτό, οι δρόμοι γίναν ποτάμια, η βροχή δε λέει να σταματήσει, στη τηλεόραση οι άνθρωποι είναι παντελώς γελοίοι. Το ραδιόφωνο κάνει τα αυτιά μου να αιμορραγούν. Σα τα ποντίκια στο αμπάρι καρδιοχτυπούμε και στην άλλη άκρη του καλωδίου δεν υπάρχει πια ούτε μια φωνή να καλοπιάσει τη μοναξιά ,να ημερώσει το χρόνο, να κατευνάσει το πυρετό. Σάββατο βροχερό παλιογαμημένη μέρα λέω και ξαναλέω. Και τότε είναι που χτυπά το κουδούνι.
- ΝΤΡΡΡΡΙΙΙΝ!!!!ΝΤΡΡΡΡΡΡΡΡΙΙΙΙΙΝΝ!!!!!
Μέσα στην έρημο στο ξερό τοπίο στη γη της βαρεμάρας χτυπάει το κουδούνι, ένας απρόσκλητος επισκέπτης.
Άνοιξα την πόρτα κι ήταν εκείνη, μούσκεμα από πάνω ως κάτω φορώντας το αδιάβροχο της σα βρεγμένη γάτα, με εκείνα τα μάτια που μιλούν τη δική τους γλώσσα που κοιτούν το δικό τους κόσμο.
Της έφερα μια αλλαξιά ρούχα και μια κουβέρτα. Άλλαξε μπροστά μου με μια αδιάφορη φυσικότητα, έκατσε στον καναπέ και τύλιξε τη κουβέρτα ολόγυρά της. Έφτιαξα ζεστό τσάι και καθήσαμε εκεί σιωπηλοί με τη βροχή να συνεχίζει να πέφτει στα πεζοδρόμια κι όλα ήταν ασφυχτικά ήρεμα μέχρι που αποκοιμηθήκαμε , χωρίς να ανταλλάξουμε ούτε μια κουβέντα.
Το επόμενο πρωί όταν άνοιξα τα μάτια εκείνη είχε ήδη φύγει αφήνωντας πίσω της ουδεμία υποψία, πως η χθεσινή επίσκεψη της  ήταν πραγματικό συμβάν. Αυτή η σκέψη είναι βασανιστική. Αναρωτιέμαι αν ονειρεύτηκα.

Μπόρις (στο αρχοντικο του)

    Όλη η μέρα είχε πάει στράφι εξαιτίας της βροχής. Αφού γέμισα το χρόνο μου με δίσκους σκονισμένους κι ύστερα έμεινα σαν ηλίθιος να κοιτάζω από το παράθυρο τη λεωφόρο για ώρα αποφάσισα να ανοίξω ένα μπουκάλι κρασί και έκατσα στη πολυθρόνα. Ύστερα από μερικά ποτηράκια το χέρι μου αυτόματα σήκωσε το τηλέφωνο και πληκτρολόγησε ένα τυχαίο αριθμό.
Μπιπ....Μπιπ....Μπιπ...
-Ναι! Παρακαλώ..!απάντησε μια αντρική φωνή.
-Άκουσέ με προσεχτικά. Αυτό είναι το σημαντικότερο τηλεφώνημα που θα δεχθείς σε ολόκληρη τη μίζερη ζωή σου. Είμαι....
- Μαλάκα...!
Μου το έκλεισε κανονικά στη μάπα. Δεν ήταν  τόσο αστείο. Δοκίμασα άλλον αριθμό δεν θα το άφηνα έτσι .Το τηλέφωνο καλούσε . Και τότε μια γυναικεία φωνή το σήκωσε ήταν τόσο ζεστή η φωνή της που σάστισα για λίγο.
- Παρακαλώ! Ναι...ποιος είναι; τότε πήρα μια βαθειά ανάσα και της είπα.
- Με λένε Μπόρις δεν είμαι τρελός , πήρα έναν τυχαίο αριθμό είμαι κλεισμένος όλη μέρα εξαιτίας της βροχής μέσα στο σπίτι και ένιωσα την ανάγκη να μιλήσω με κάποιον ξένο. Ελπίζω να μην ενοχλώ. Το να κλείσεις είναι η πιο λογική αντίδραση. Αλλά  είναι μονάχα μια αντίδραση άκουσέ με. Και πάλι δεν είμαι κάνας τρελός απλά , ξέρεις...
Για μερικά δευτερόλεπτα δεν ακουγόταν τίποτα από την άλλη άκρη της γραμμής μέχρι που μίλησε.
- Ακούω...
Τότε μπλόκαρα εντελώς , τελικά δεν είχα τίποτα να πω ειλικρινά πόσο χαζός αισθανόμουν. Έκλεισα αμέσως το τηλέφωνο και άναψα τσιγάρο. Ξαφνικά μέσα στο ίδιο μου το σπίτι μόνος μου ένιωθα τόσο άβολα , τόση ντροπή . Η φωνή της ήταν υπέροχη.


Ελένα (έξω από το σπίτι του Αρτούρο)

    Κάποια στιγμή απλά τα έχασα εντελώς βγήκα έξω στη βροχή κι απλά άρχισα να περπατάω. Ύστερα από ένα σημείο και μετά μου ήταν αδύνατο να σταματήσω κι είχα γίνει ήδη χάλια από τη βροχή κι έτσι συνέχισα να περιφέρομαι μέσα στη πόλη σα τρελή. Πλέον δεν με ενδιαφέρει αν ο κόσμος με κοιτάζει με αυτό το μάτι να πάνε όλοι τους να πνιγούν . Το μόνο που θέλω είναι να μαζέψω τα λεφτά και να φύγω πάλι για Βαρκελώνη. Απ’ τη στιγμή που βγήκα από το σπίτι ήξερα πως θα κάνω μαλακία, αλλά τι να κάνεις έτσι είναι η ζωή ένα κάρο μαλακίες είτε το σπρώχνεις στην ανηφόρα και σου βγαίνει η ψυχή είτε πάνω του κατεβαίνεις με χίλια τη κατηφόρα. Είχα φτάσει αρκετά μακριά από το σπίτι μου και πολύ κοντά στο δικό του. Το ξέρω πως δεν τον βοηθάω με αυτό τον τρόπο και σίγουρα θα ήταν πολύ καλύτερα να χωθώ σε ένα ταξί και γυρίσω σπίτι μου. Τελικά χτύπησα το κουδούνι.
Εκείνος πάντα καταλαβαίνει τουλάχιστον με τον τρόπο του , με τον δικό του τρόπο.
Ανέβηκα στον πέμπτο όροφο και χτύπησα τη πόρτα, μου άνοιξε σχεδόν άναυδος και όπως πάντα , με φρόντισε. Ήταν αλλιώτικος ούτε καν που μιλήσαμε , μου έδωσε ρούχα και κάτσαμε στο καναπέ. Ξαφνικά ένιωσα τόσο κουρασμένη κι ο ήχος της βροχής απέξω άρχισε να με υπνωτίζει, ξάπλωσα στα πόδια του κι άρχισε να μου χαιδεύει τα μαλλιά. Σύντομα αποκοιμήθηκα. Δεν φταίει αυτός , δεν έφταιξε ποτέ, εγώ είμαι σκάρτη εγώ πάντα τα θαλασσώνω, εγώ πάντα χρειάζομαι περισσότερο ,πάντα ζητάω και δεν δίνω. Και τον αγαπώ  αλλά όχι με τον τρόπο που βλέπεις στις χαζοταινίες , όχι , διαφορετικά. Εκείνος όμως δεν ξέρει, δεν θα μπορέσει ποτέ να με αγαπήσει. Πάντα στα μάτια του θα φαίνεται πως βλέπει σε μένα κάποια άλλη , κι όχι από μένα αλλά από κείνη περιμένει τα πάντα χωρίς να τα ζητάει ποτέ. Είναι το μικρό μου λιμάνι μέσα στο πουθενά. Το χρειάζομαι όμως που και που.
Το πρωί σηκώθηκα  αθόρυβα μάζεψα τα πάντα δεν άφησα κανένα στοιχείο πίσω μου μάλλον ένιωθα τύψεις για την απρόσμενη επίσκεψή μου και έφυγα πριν ξυπνήσει , πριν όλα γίνουν πιο σύνθετα από όσο πρέπει. Πολλές φορές δεν χρειάζονται εξηγήσεις, πλέον δεν είμαι σε θέση να δώσω εξηγήσεις σε κανένα ακόμα και σε μένα, θεέ μου νιώθω τόσο κουρασμένη. Πρέπει να φύγω όσο το δυνατόν πιο γρήγορα από αυτή τη πόλη.


Μίκα  (σπίτι της)

Μόλις έκανα διάλειμμα από τη δουλειά ήμουν στη κουζίνα φτιάχνοντας μια σαλάτα. Ο πίνακας προχωρούσε πολύ καλά και πάντα μου αρέσει να δουλεύω με βροχή. Κατά βάθος θέλω που και που να μελαγχολώ να χαίρομαι  την ανθρώπινη φύση κι από αυτή τη πλευρά. Δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος όμως δεν μου αρέσει η μιζέρια . η βαρεμάρα, το τραχύ σεντόνι της θλίψης που βλέπεις σχεδόν όλο τον κόσμο σκεπασμένο μέσα του. Η ζωή είναι ωραία κι όλα όσα εμπεριέχει καθένα έχει το λόγο του. Καθόμουν στη κουζίνα η Κίρα νιαούριζε στα πόδια μου όταν χτύπησε το τηλέφωνο. - Παρακαλώ! Ναι...ποιος είναι;
- Με λένε Μπόρις δεν είμαι τρελός , πήρα έναν τυχαίο αριθμό είμαι κλεισμένος όλη μέρα εξαιτίας της βροχής μέσα στο σπίτι και ένιωσα την ανάγκη να μιλήσω με κάποιον ξένο. Ελπίζω να μην ενοχλώ. Το να κλείσεις είναι η πιο λογική αντίδραση. Αλλά  είναι μονάχα μια αντίδραση άκουσέ με. Και πάλι δεν είμαι κάνας τρελός απλά , ξέρεις...
Π-ο-ι-ο-ς  ε-ί-ν-α-ι  α-υ-τ-ό-ς  ο  τ-ρ-ε-λ-ό-ς !!! … σκέφτηκα αλλά μετά είπα στον εαυτό μου Μίκα άκου τον άνθρωπο είναι τρελός μπορεί να είναι θεότρελος από όσο ξέρω αλλά δεν παύει να ακούγεται και λίγο ειλικρινής μέσα από τη μεγάλη μου έκπληξη. Όποτε είπα να του δώσω μια ευκαιρία να δω τι έχει να πει. Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα, Κίρα μην ακούς.
-        -  Ακούω …αποκρίθηκα.
Πέρασαν δυο δευτερόλεπτα και το έκλεισε. Τελικά ήταν μια κότα, λογικό, αλλά να ξέρετε πως μου αρέσουν τα παιχνίδια. Κι επειδή ο ηλίθιος δεν είχε βάλει απόκρυψη αποφάσισα να τελειώσω τη σαλάτα μου και να του κάνω κι εγώ μια έκπληξη. Ήμουν σίγουρη ότι θα του κοβόντουσαν τα πόδια. Ο πίνακας μπορούσε να περιμένει. Πήρα το τηλέφωνο λοιπόν έστριψα ένα τσιγάρο και κάλεσα τον αριθμό του. Μπορεί να έκανα και βλακεία αλλά ποιος νοιάζεται, τέτοιοι άνθρωποι είναι άκακοι, άλλωστε του είχα πάρει τον αέρα. Ω θεέ μου θα ‘χει πολύ γέλιο.
Το τηλέφωνο χτυπούσε .
-       -   Ναι ;
-       -  Με λένε Μίκα δεν είμαι τρελή αλλά όλη μέρα μέσα στο σπίτι  ένιωσα την ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον  έτσι πήρα ένα τυχαίο αριθμό και ελπίζω να μην ενοχλώ.Αν και δεν το νομίζω σωστά;
-      -   Μου κάνεις πλάκα έτσι ;
-      -   Όχι Μπόρις μιλάω πολύ σοβαρά. Νόμιζα ότι ήθελες να μιλήσεις σε κάποιον.
-      -   Χαχά Παναγία μου τελικά εσύ είσαι πιο τρελή από μένα. Μα πώς..πφφφ τι βλάκας δεν έβαλα καν απόκρυψη.
-      -   Ναι φαίνεται πως είσαι παντελώς ηλίθιος αν μου επιτρέπεις.
-      -   ΟΚ οκ… ίσως να μου αξίζει αυτός ο χαρακτηρισμός. Ελπίζω να μην είσαι καμιά μουρλέγκο έτσι , ξέρεις εγώ απλά έκανα μια πλάκα έτσι..
-      -   Ας πούμε ότι είμαι όσο τρελή όσο κι εσύ τι λες ; Λοιπόν Μπόρις είμαι όλη αυτιά.
Μιλήσαμε για κάνα μισάωρο και τελικά ο τύπος είχε γέλιο κι ότι από ότι φάνηκε ναι ήταν λίγο τρελός αλλά όχι με τον απόλυτα τρελό τρόπο κι άλλωστε ποιος δεν είναι έστω και λίγο. Ανταλλάξαμε αριθμούς και δώσαμε ραντεβού στο τηλέφωνο για μια άλλη βροχερή μέρα. Πάντως κοίτα τι μπορεί να συμβεί ένα απλό βροχερό Σάββατο. Κατά βάθος χάρηκα τον εαυτό μου. Όπως είπα η ζωή είναι  ωραία αρκεί να θέλεις να ζεις. 


Οικία Ροσελύ, Κυρία Ροσελύ  οδός Τρυφώ 5

Ήταν ένας  απλός ασημένιος καθρεύτης καθόλου άσχημος, τον έβαλε στο κομοδίνο της και έκλεισε τη βαλίτσα και την έβαλε δίπλα από την πόρτα κάτω από το κρεμασμένο παλτό της και το καπέλο της. Μα τι περίεργο πράγμα αναρωτήθηκε μία βαλίτσα με ένα καθρεύτη. Μετά από λίγο όμως ένιωσε όμορφα γιατί συνειδητοποίησε πως είχε περάσει αρκετός καιρός χωρίς να έχει αγορασεί κάτι για τον εαυτό της. Κοίτα που ο θεός μου έκανε και δώρο σκέφτηκε μα μετά θεώρησε καλύτερο να πιστέψει πως ο θεός δεν είχε καμία σχέση με αυτό και απλά ήταν και λίγο τυχερή μετά από μια δύσκολη μέρα. Αυτός ο καθρεύτης  της έκανε παρέα λες και ήταν ζωντανός. Βαθειά μέσα της είχε ανάγκη όχι μόνο από παρέα , αλλά και από κάποια ένδειξη πως ήταν ακόμη ζωντανή. Η εμφάνιση του καθρεύτη τυχαία στη πόρτα της και της βαλίτσας ήταν ένα αξιομνημόνευτο γεγονός όπως συνήθιζε να λέει και ο συγχωρεμένος ο άντρας της.  Εκείνη τη στιγμή που έκανε αυτές τις σκέψεις και έφερνε τον άντρα της στ θύμηση της κι ήταν κάτι που έκανε πολύ συχνά κάτι μαγικό συνέβει  που την τάραξε αλλά μη μπορώντας να πάρει τα μάτια της από πάνω του . Ο καθρεύτης ζωντάνεψε και άρχισε να δείχνει εκείνη και τον άντρα της  όταν ήταν ακόμα νέοι  , σύντομα μέσα στο πανικό της και τη παγωμάρα της έβλεπε αναμνήσεις από τη ζωή της και επίσης μπορούσε να διακρίνει ξανά τα χρώματα. Ήταν εκείνο το καλοκαίρι που είχαν περάσει στην εξοχή όταν ο ερωτάς τους ήταν ακόμα φρέσκος. Όταν έκαναν πικ-νίκ στο χλωρό γρασίδι και ο Τόμας της απάγγελνε κι από ένα ποίημα μέρα παρά μέρα γιατί μπορεί να ήταν ακόμα και τότε ένας απλός οδηγός τρένου από φτωχή οικογένεια αλλά για εκείνη ήταν ο έρωτάς της ο προσωπικός θαυμαστής της που έγραφε ποιήματα για εκείνη, που της έδειχνε πόσο την αγαπά. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της Κυρίας  Ροσελύ ,αλλά αυτή τη φορά δάκρυα χαράς κάτι τέτοιο ήταν το σπουδαιότερο δώρο εδώ και τριάμιση χρόνια που είχε πεθάνει ο πολυαγαπημένος της Τόμας. Εκείνη τη νύχτα έμεινε στο κρεβάτι της για ώρες  κοιτάζοντας το καθρεύτη μέχρι που αποκοιμήθηκε στις πιο όμορφές της αναμνήσεις και ακόμα και που ονειρεύτηκε κιόλας τον άντρα της κι είχαν την πιο όμορφη συζήτηση και της είπε πως ήταν καλά και να κάνει υπομονή γιατί σύντομα θα ξαναέσμιγαν. 

Οντέτ (ξενοδοχείο Άστριξ δωμάτιο 217)


Είχα περίπου μια βδομάδα στη πόλη , τελικά δεν ήταν και η καλύτερη επιλογή γιατί ο καιρός δυσκόλευε πολύ τη δουλειά μου. Το κρύο ήταν ανυπόφορο και το χειρότερο ήταν οι βροχές που κράταγαν τον κόσμο κλεισμένο σπίτι του. Αν δεν είχα γνωρίσει τον Αρτούρο και τον Μπόρις ίσως και να βρισκόμουν αλλού , αλλά κάναμε καλή παρέα από την αρχή και η αλήθεια είναι ότι έχω κι εγώ την ανάγκη πλέον να νιώσω ότι κάπου ανήκω ,οι συνεχείς μετακινήσεις πλέον δεν ξέρω κατά πόσο με βοηθούν. Επίσης ίσως ήρθε ο καιρός να βρω μια αληθινή δουλειά και να κάνω μόνιμους φίλους ανθρώπους στους οποίους μπορείς να στηριχτείς. Φαντάζομαι δεν είναι κακό να μπορείς να βασιστείς και σε κάποιον άλλο εκτός από τον εαυτό σου. Η μοναξιά μου πλέον δεν βοηθά σε τίποτα και όλα αυτά τα ταξίδια αρχίζουν και με κάνουν να αισθάνομαι πως περισσότερο αδειάζω παρά γεμίζω. Βέβαια δεν ξέρω κατά πόσο μπορώ να στηριχτώ σε αυτούς τους δυο περίεργους αλλά αν ακούσω το ένστικτό μου μάλλον όλα θα πάνε μια χαρά. Από Δευτέρα εφημερίδα και ψάξιμο για δουλειά αυτό είναι. Τα  τελευταία χρόνια ζω σχεδόν μόνο σε ξενοδοχεία,  φτηνά , απρόσωπα, στεγνά και αδιάφορα. Χρειάζομαι ένα σπίτι, ναι με μία μεγάλη βεράντα να καλώ τους φίλους μου, τους καινούριους μου φίλους ίσως και ένα σκύλο μαύρο κατράμι που θα τον ονομάσω Μποέμη. Η αλήθεια είναι ότι κράτησα τη βαλίτσα πολύ παραπάνω από όσο έπρεπε και αυτό είναι πολύ εγωιστικό από μέρους μου. Ποιος ξέρει πόσοι ακόμα χρειάζονται τη βοήθεια της και τα μαγικά της δώρα. Το δώρο της σε μένα ήταν το βιολί που χρησιμοποιώ για να παίζω στους δρόμους και βγάζω χρήματα τα έξοδα μου. Το μαγικό  είναι πως ποτέ δεν ξέμεινα από λεφτά παίζοντας και στις  χειρότερες καταστάσεις το βιολί φρόντιζε και πάντα μάζευα τα ποσά που ειλικρινά χρειαζόμουν. Όχι δεν πλούτισα κι ούτε το θέλησα ποτέ , δεν είναι δίκαιο, δεν είναι αυτή η χρήση της βαλίτσας. Μακάρι σύντομα να είμαι έτοιμη να την αφήσω να συνεχίσει το δικό της ταξίδι γιατί νομίζω πως τα δικά μου ταξίδια πρέπει να πάρουν τέλος για αρκετό καιρό. Ίσως να αγοράσω ένα άλλο βιολί και να προσπαθήσω να μπω σε μια μουσική σχολή να γεμίσω πτυχία. Να ξεκινήσω και καινούριες γλώσσες και να διαβάσω  όλα τα βιβλία του κόσμου.  Ίσως ήρθε ο καιρός να φτιάξω μια αληθινή ζωή , να σταματήσω επιτέλους να τρέχω, ίσως ήρθε επιτέλους ο καιρός. Κι έχω αρχίσει να συμπαθώ κι αυτούς τους δυο απατεώνες. Είναι καλά παιδιά.  

είσοδος πολυκατοικίας

τούτο το φως που δανείζεσαι χωρίς ντροπή και το οξυγόνο τις λέξεις που άλλοι τόσοι αποθέωσαν εσύ περνάς από τη μηχανή των μηχανών χωρίς αιτί...