Cine Poetry of Losers and Founders

__________
Ήταν αργά. Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν εκείνη.

Μου ζήτησε να βρεθούμε. Κρυφά.

Κοιμόμουν.

Με περίμενε δίπλα στο ποτάμι. Το φως έστεκε δίπλα της.
Αναγνώρισα μια αλήθεια στο άρωμά της.

Κοιμόμουν.
_______________


Δεν θα ξεπεράσεις ποτέ μια λέξη , τη λέξη άνθρωπος.
_______________

- Αν ήταν για έρωτα, ελπίζω όλα να πήγαν καλύτερα απ' ότι συνήθως.
- Συνήθως. Όταν σβήνει κι αυτή η ανάμνηση. Τότε είναι που νιώθεις το θάνατο να καραδοκεί.

______________

Ο διαλυμένος και περιστοιχισμένος από μια ζωή βάρβαρη μη θέλωντας να προσμείνει το περίπατο της καταστροφής και σε μια προσπάθεια και αναζήτηση κάτι αντάξιου των ονείρων του ζητά μία βδομάδα σε ένα θέατρο να δημιουργήσει ένα διαχρονικό προσύγχρονο δράμα αφού θα πρέπει να βρει τον έρωτα στην επισκέπτη που θα διαλέξει άλλος σε καστ για αυτή την  ανίατη μα ιερή κατάσταση. Πρόβες.

_________________

Πότε άπλωσες
το χέρι σου
κάτι
για να αρπάξεις
.
Το τέντωσες
.
Με όλη σου
τη δύναμη  να
αρπάξεις
κάτι
.

______________

Τη πρώτη φορά ήταν κάποια γενέθλια
τη δεύτερη ένα πάρτι
τη τρίτη μια γιορτή
τη τέταρτη ο παππούς της
και την πέμπτη είχε κάποια αναπνευστικά προβλήματα.

__________________

Ο Βέρτζιλ ισχυρίζεται πως τη νύχτα του φόνου απολάμβανε την παρέα της Κολομβιανής Λουσία.

Ο επιθεωρητής Άρκανσο τον κοιτάζει καχύποπτα και ο χρόνος σκορπάει οποιαδήτε έννοια συνομωσίας σαν καπνό από τσιγάρο στα μούτρα του επιθεωρητή Άρκανσο.

Στο παιχνίδι μπαίνει και η Νόρα η οικιακή βοηθός του θύματος. Της Τζέσσικα κάτι. Η νύχτα βρίσκει τον Βέρτζιλ νεκρό. Τα τηλέφωνα ξυπνάνε.

_______________

Ετήσιες Αποδοχές
Μηνιαία Έξοδα

_________________________

Η πόλη υπάρχει χιλιάδες φορές
κι εσύ παλεύεις
να ξετυλίξεις μια κλωστή.
__________________________

μήλο: Η ανακάληψη της υπέρυθρης ακτιβολίας από τον Χέρσελ ( βλέπε 1800 ) προκάλεσε,
όπως ήταν φυσικό, αίσθηση.

__________

 23-18- 49 είναι ο κωδικός.
_______________________

Συμβολικός. Συμβολισμός. Συμβόλων.

________

Ο Φάρος/ Ιούλιος


                                                                 Ο Φάρος/ Ιούλιος
                  3/7/11-16/7/12

   
  
    O κύριος Νόρτον καθόταν στη κορυφή του βράχου, μελαγχολικός, το βλέμμα του ήταν σκορπισμένο στα σύννεφα και τον τεντωμένο ουρανό. Εδώ και δυο ώρες είχε χαθεί στις σκέψεις του. Από κάτω η θάλασσα κροτάλιζε στην ακτή και στα βράχια παρασέρνοντας τα βότσαλα. Έμενε εδώ και τέσσερις μήνες στον φάρο. Μοναχός του. Απομακρυσμένος από τη ζωή όπως τη γνώριζε μέχρι τότε, αποκαρδιωμένος απ’ τους ανθρώπους και τις συνήθειες τους είχε έρθει εδώ με σκοπό να εξαφανιστεί. Είναι μάλλον δύσκολο να μάθεις να ζεις με τον εαυτό σου όταν είσαι μόνος σου και γι’ αυτό πολλές φορές πάσχιζε να ξεκαθαρίσει τα πάντα μέσα του. Η σιωπή κρύβει τις πιο τραχείς και ενδιαφέρουσες κουβέντες. Κρατούσε ημερολόγιο από την πρώτη μέρα κιόλας μα τώρα πια έγραφε μονάχα μια δυο λέξεις. Πόρτα, κρεβάτι, άνεμος, παράθυρο, πλοίο, γιακάς, κορδόνια, κουτάλι, πέτρα, γλάρος, σκοτάδι. Ποιος μπορεί να κατηγορήσει έναν άνθρωπο που αποστάτησε από την ζωή. Μια ζωή, έναν κόσμο, που αποφάσισε να εγκαταλείψει καθώς ,αυτός ο κόσμος, τον έκανε να εγκαταλείψει τον ίδιο του τον εαυτό του. Ο κύριος Νόρτον εξαφάνισε κάθε ίχνος του και αποξενώθηκε σε μια μακρινή βραχώδη έκταση δίπλα στη θάλασσα με την ιδιότητα του φαροφύλακα. Απελπισμένος , κυνηγημένος από μια βαριά σκιά, ένα βαρίδι στα σωθικά του και μια δυσκολία στην αναπνοή. Έγκλειστος στη συνεχής αυτοψία  ονείρων, λέξεων, εφιαλτών, ήχων, και απόκρημνων  συναισθημάτων. Άλλοτε κρατώντας στη ματιά του τον χαρταετό της λήθης, κι άλλοτε ανήσυχος σαν ρηχός βυθός που τον σκαλίζουν χέρια παιδικά. Οι βοριάδες συνηθίζουν να λένε την αλήθεια του ‘χε πει ο ταχυδρόμος την πρώτη και τελευταία φορά που άλλαξαν κουβέντα. Κι εκείνος στην άκρη των βράχων μουρμούριζε  όλα τα ψέματα που γνώριζε, τα πετούσε στον ωκεανό πιστεύοντας πως ότι διασωθεί απ’ το γκρεμό θα ‘ναι μια αλήθεια που έσωσε ο βοριάς, κι αυτό θα ‘ταν μια σπουδαία αρχή. Θα ήταν κάτι στο όποιο θα μπορούσε να βασιστεί έστω για λίγο, να σταματήσει να κουβαλά , να ξεκουραστεί στον απόηχο μιας λέξης. Μια φορά το μήνα περνούσε ο ταχυδρόμος  που του έφερνε την αλληλογραφία του που δεν ήταν άλλη από ένα γράμμα από την μοναδική του φίλη που γνώριζε που βρισκόταν. Η  Άλις ήταν χορεύτρια στο Παρίσι, χρόνια είχαν να ειδωθούν και όλα αυτά τα χρόνια αντάλλαζαν γράμματα. Επιστολές μιας απόστασης που κάλυπταν πάντα άλλοι για λογαριασμό τους, ποτέ οι ίδιοι. Στο τελευταίο γράμμα της του έγραφε πως έχει φτιάξει για τα καλά ο καιρός και πόσο απολαμβάνει τις βόλτες της στο κήπο  του Λουξεμβούργου τον ήλιο και τις βραδινές εξόδους της, καθώς, και το μυστικό της έρωτα για έναν συνεργάτη της. Εκείνος είχε γράψει μάλλον ασυναρτησίες που για κείνη ήταν περισσότερο κατανοητές από οποιονδήποτε άλλον τις διάβαζε.

‘’ποιος μπορεί να μου πει
Η καρδιά μου είναι μαγνήτης που τραβά το τίποτα στην άκρη της γης
Παρέα με τα κύματα και τους γλάρους μετρώ
Υπομένω
Ποιος μπορεί να μου πει
Στο χωματόδρομο τα χνάρια σβήνουν κι οι πέτρες στέκουν διψασμένες για αρώματα
Να ‘μαι  ξανά στο βράχο να ζητωκραυγάζω  την αλμύρα και τα περαστικά καράβια
Θρύψαλα που γυαλίζουν στο φως και μάταια αναμένουν
Είμαι μια βίδα
Είμαι ένα χτένι
Είμαι ένα αντίο που σβήστηκε απ’ την ανάμνηση του κόσμου
Προσπαθώ να γίνω άνθρωπος ξανά
Τούτος ο φάρος νανουρίζει τα πάντα γύρω του
Κι αγναντεύει πάντα το χαμό’’   

Εκείνη πλέον ήταν ένα όνομα αποστολέα και μια διεύθυνση, και λέξεις με στυλό μπλε πάνω στο χαρτί, μια ζωή μακρινή σε άλλες συχνότητες. Εκείνος ήταν κάτι που θέλησε να χαθεί να τιμωρηθεί, να ανασάνει την απελπισία που του χάρισε ο κόσμος. Ξυπνούσε το πρωί και έμενε για ώρες στο κρεβάτι κι εκείνος ο δίσκος γύρναγε και γύρναγε συνέχεια. Το βλέμμα του κοιτούσε τη βιβλιοθήκη. Τόσες ιδέες  έρωτες επιθυμίες άλλων, εγκλήματα, θεωρίες, αντικατοπτρισμοί ενός είδους προς εξαφάνιση. Οι κινήσεις του πλέον είχαν γίνει πολύ αργές ο ίδιος ένιωθε σαν να έσβηνε σιγά σιγά, λες γινόταν μια σκιά το στοιχειό του Φάρου. Εκδιωγμένος στην άρνηση άλλοτε προσκεκλημένος ενός ονειρικού κόσμου κι άλλοτε αιχμάλωτος από εφιάλτες που του τσάκιζαν τη ψυχή.

15 Ιουνίου Ημερολόγιο

''βλέπω τη θάλασσα να με κοιτά στα μάτια  
Πήδα στο χαμό μου κι εγώ θα σε αγαπώ για πάντα
ηχεί η φωνή της στα αυτιά μου
Είμαι σχεδόν έτοιμος πάντα ένα βήμα για να γλιστρήσω και να χαθώ
Κι όμως βαστάω στη λησμονιά και στην ανάγκη για ανάγκη για ζωή
Κάποτε
ίσως
Απόγεμα μοιάζει να ‘ναι κι όμως σύντομα θα με βρει η νύχτα υποταγμένο στη νύστα και τη σιωπή να κάθομαι στο τραπέζι και να αδειάζω το ποτήρι μου
Δεν υπάρχει ελπίδα κι όμως αυτή η σκέψη με κρατάει στα πόδια μου''

Η  Άλις ξύπνησε πολύ πρωί ντύθηκε  ξεκλείδωσε το ποδήλατό της και πήγε στον φούρνο. Ψώνισε μια μπαγκέτα και ένα κρουασάν σοκολάτας και γύρισε σπίτι. Πριν μπει στη πολυκατοικία κοίταξε γύρω της, όλο ήταν παράξενοι, τρομαχτικοί,  με βήμα γρήγορο κοιτούσαν μόνο μπροστά τους. Ένιωσε μια απέχθεια να γεννιέται στα σπλάχνα της. Μπήκε μέσα στη πολυκατοικία, κλείδωσε το ποδήλατο και σκέφτηκε ευθύς πως δεν ήθελε να κλειδώσει το ποδήλατο δεν ήθελε να το βάλει μέσα, ήθελε να το αφήσει έξω, ελεύθερο στον ήλιο, χωρίς κάποιος να το πάρει ήθελε να του δώσει τη δυνατότητα, άμα θέλει να κάνει μια βόλτα μόνο του. Αυτή η σκέψη τη γέμισε θλίψη. Μπήκε στο διαμέρισμά της και παράτησε το ψωμί στο τραπέζι της κουζίνας άνοιξε το ψυγείο και έβγαλε το καμαμπέρ κι εκείνο της είπε φύγε από δω φύγε μακριά. Πήγε να βάλει λίγο νερό μα η βρύση δεν άνοιγε ο καφές έκλαιγε και το μπρίκι ήταν ασήκωτο. Μπήκε στο μπάνιο και κοιτάχτηκε στο καθρέφτη. Τα μάτια της ήταν θολά και φόβος γέμισε τη καρδιά της. Η μουσική ήταν ψυχρή μετρημένη, ήταν μουσική για νεκρούς. Ξαφνικά όλα έμοιαζαν ένα ειρωνικό αστείο όλα ξεγυμνώθηκαν και φούντωσαν σαν τσουρέκι γεμάτο δυσαρέσκεια. Πήρε την βαλίτσα της την ομορφότερη βαλίτσα του κόσμου. Κάλεσε ένα ταξί το ομορφότερο ταξί του κόσμου διέσχισε τη πόλη προς το αεροδρόμιο μια πόλη άσχημη πια. Ένα ποίημα για κάποιο θάνατο ενός γέρου πικρόχολου που μισούσε το κόσμο και χτυπούσε το σκύλο του, κάπως έτσι έμοιαζαν όλα. Πήγε στο Φάρο. Να βρει τον Κύριο Νόρτον. Εκείνος ήξερε ,εκείνος ήταν η ομορφιά. Εκείνον θα αγαπούσε για πάντα έξω απ’ τα σύνορα των πόλεων, των νόμων, των στατιστικών . Από αυτό το όνειρο ξύπνησε  ο κύριος  Νόρτον. Κι όλη η μέρα του τον έσπρωχνε στο κρεβάτι ανίκανο να αμυνθεί στις ξέφρενες υποθέσεις που δημιουργήθηκαν στο μυαλό του. Τι σπόρος  φυτεύτηκε στη καρδιά του από το μακρινό πουθενά  τι θείο βάσανο τον έκανε να τρεκλίζει κοιτάζοντας έξω απ’ το παράθυρο. Δεν είναι τίποτα. Είναι ακριβώς τίποτα ψιθύρισε.

22 Απριλίου

‘’αγγίζω το ξύλο το τρέφω με υπομονή
Μέσα στη στυγνή ανυπομονησία μου
Βαλσαμωμένος
Υστερικός νεκρός φυγάς
Χωρίς μάρτυρες
Κι όμως δεν τολμώ
Φροντίζω μια λέξη καιρό τώρα σε άσπρο χαρτί πως την χα’ι’δεύω και της μιλώ και κάνω όνειρα γι’ αυτή
Είμαι ένα σκιάχτρο που διώχνει τα σύννεφα
Είμαι ένα φίδι που σέρνει μια άμαξα
Είμαι ένα τέρας  χωρίς πρόσωπο
Δεν έχω αίμα
Δεν έχω καρδιά
Έχω αφεθεί σε μάταια καρδιοχτύπια και παγερούς χορούς
Είμαι ένα σκιάχτρο στο πουθενά’’


Θυμάται πως οδηγούσε για μέρες χωρίς να έχει επίγνωση που πάει ακριβώς χωρίς να βλέπει καθαρά το δρόμο τους περαστικούς, λες και κοιτούσε τα πάντα μέσα από μια γυάλα. Κι ότι οι δρόμοι είχαν μια λογική, δεν μπορούσες να χαθείς  όσο χαμένος κι αν ένιωθες μέσα σου δεν μπορούσες απλά να χαθείς. Σταμάτησε στην άκρη του δρόμου άφησε τη πόρτα ανοικτή κι άρχισε να περπατάει. Βρέθηκε σε μια πλατεία και τότε έβγαλε εκείνο το γράμμα που κουβαλούσε πάντοτε μαζί του. Ήταν δικό της. Το αγαπημένο του γράμμα.


Εξακολουθώ καθημερινά να πρέπει κάνω τις ίδιες επιλογές ξανά και ξανά. Μου κάνει εντύπωση πως πια είμαι ένας άνθρωπος, με μια αναμενόμενη πορεία. Καμία έκπληξη δεν επιφυλάσσεται. Η ζωή απαλλάχτηκε από κάθε τι όμορφα δυσβάσταχτο είναι μια απομίμηση ενός μύθου, μια ειρωνεία που σέρνει τα βήματά μας. Καμία γιορτή δεν μοιάζει αληθινή, κανένα ρίσκο δεν είναι ριζωμένο στη καρδιά των πραμάτων. Όλα μεγαλώνουν απειλητικά, ανεξέλεγκτα μας σπρώχνουν, μας πετούν, μας ορίζουν με έναν ασφαλή τρόμο. Χορεύω και αγαπώ ταυτόχρονα, μουσειακά σχεδόν, ζω και παρατηρώ  ότι είναι δικό μου, είναι κάτι από δεύτερο χέρι, κάτι δανεικό. Κάτι που σφιχταγκαλιάζω πάντα με το φόβο ότι σύντομα θα μου ζητήσουν να τους το δώσω. Κάποιες φορές φοβάμαι τόσο που μου κόβονται τα πόδια. Άραγε μπορείς να μοιραστείς αυτό το συναίσθημα με κάποιον, είναι δυνατό να νιώθεις ότι κάποιος πάντα είναι δίπλα σου.

Καθόταν στην καρέκλα δίπλα στο παράθυρο, η θάλασσα είχε αγριέψει  ο άνεμος είχε φτάσει τα 9 μποφόρ το φως του φάρου στριφογύριζε υπνωτικά στο έρημο τοπίο, είχε κιόλας νυχτώσει. Δάγκωνε υποσυνείδητα τα χείλη του και το βλέμμα του είχε παγώσει σε ένα σημείο μέσα σε μια άκρη του πουθενά. Ήταν λες και βρισκόταν φυλακισμένος μέσα στο κεφάλι του. Τα ξεσπάσματα των κυμάτων σκέπαζαν την υποψία της φωνής της , σαν χάδι που σου καίει το σώμα σαν ηλεκτρισμός που σε διαπερνά ολόκληρο.
 Μονάχα μαζί μπορούμε να υπάρξουμε πραγματικά, σύντομα θα είμαι  κοντά σου.
Έπιασε το ημερολόγιο του, και το άνοιξε σε μια λευκή σελίδα γράφοντας.


Το σκήπτρο μου
Το βασίλειο μου
Εγώ ο εξόριστος
Σε αγαπώ
Είμαι μια σκιά μακριά από τον άνθρωπό μου
Παγωμένη περιφέρεται στις γραμμές των τετραδίων
Στις γωνιές του φάρου υπερασπίζεται τη μοναξιά με κάθε τρόπο
Φοβάμαι πως δεν υπήρξα ποτέ
Και περισσότερο πως δεν υπήρξες εσύ γιατί δεν μ’ ακούς ποτέ όταν σε φωνάζω
Χάνεσαι πάντα μέσα στα κύματα
Μες τον κλεμμένο χρόνο


Σε ανύποπτο χρόνο τα όνειρα τον κατασπάραξαν κι ο φάρος συνέχιζε να ψάχνει σε κάθε πλευρά του ορίζοντα για εκείνη.


Ή Άλις βρισκόταν στο Παρίσι μόλις είχε τελειώσει μια δουλειά, ένα θεατρικό του Βαλντόμ.
Μαζί με τους συνεργάτες της απολάμβαναν ένα ποτό σε ένα μπαρ μικρό από εκείνα που συνήθιζαν να πηγαίνουν πάντα τυχαία, μαγαζιά που υπό άλλες συνθήκες δεν θα διάλεγε ποτέ. Ξένα, για άλλους. Ήταν και εκείνος στην παρέα τώρα πια δεν αντάλλαζαν ματιές μοναχά κουβέντες  της παρέας. Ότι κι αν ήταν είχε τελειώσει άδοξα όπως όλα τα ανθρώπινα πράγματα. Μια στιγμή σηκώθηκε πήρε τα τσιγάρα της φόρεσε το παλτό της και βγήκε έξω στον πεζόδρομο. Στηριγμένη στον τοίχο καθώς κάπνιζε έφερε στη μνήμη της τον Νόρτον, και συγκεκριμένα κάποια λόγια του. Κοίτα ξε τον ουρανό και συνειδητοποίησε πως είχε να σηκώσει το κεφάλι της μέρες βδομάδες ίσως να αντικρύσει απλά τον ουρανό. Τέλειωσε το τσιγάρο της και γύρισε μέσα, ένιωθε ανεξήγητα μόνη.
Τα λόγια ήταν τα εξής.

Θα ‘ρθει κάποια στιγμή
Που σύντροφός σου θα γίνει η ανησυχία
Κι άβολα θα σε φορούν τα ρούχα κάποιου άλλου
Και θα νοσταλγήσεις τον άνθρωπο
Που πια δεν περπατά πάνω σε πόλεις

Γύρισε σπίτι της γδύθηκε και ξάπλωσε στο κρεβάτι  της ανήμπορη να κοιμηθεί, σκαρφίστηκε ένα σχέδιο φυγής , έτσι ήταν εκείνη, δεν ήταν σαν τους άλλους. Ήταν από εκείνους που φεύγουν.

Πίσω από το παράθυρο παρατηρούσε το πέταγμα των γλάρων κοντά στα βράχια. Φορούσε τα ίδια ρούχα εδώ και τρεις μέρες, κι από πάνω το αδιάβροχο με τη κουκούλα. Εκείνη ήταν στην κουζίνα , άκουγε τα βήματά της πάνω στο ξύλινο πάτωμα που έτριζαν που και που. Αργούσε, κι έτσι της φώναξε. Μα δεν πήρε απάντηση. Ξαναγύρισε το βλέμμα του έξω. Ο ήλιος είχε αρχίσει να εξασθενεί στο βάθος του ορίζοντα. Στα χέρια κρατούσε μια κλωστή την έδενε γύρω από τον αντίχειρά του ύστερα την έλυνε και πάλι από την αρχή. Άρχισε να ρίχνει ψιλόβροχο. Ψιθύρισε ένα στίχο από ένα τραγούδι που δεν θυμόταν πια. Let my mind darling…Τότε άκουσε βήματα στη σκάλα πάω να κοιμηθώ του είπε. Ο κ. Νόρτον βυθίστηκε αργά στον καναπέ. Έφερε στη μνήμη του το άρωμα της κι αποκοιμήθηκε.

‘’ κρατώντας σακούλες με ψώνια
Μπαίνοντας σε πολυκατοικίες
Αφήνοντας τα κλειδιά τους
Στο έπιπλο δίπλα στη πόρτα
Που είναι για τα κλειδιά
Κι από τους τοίχους σακιά
Τρυπημένα
Άμμος που ξεγλιστρά
Μες στο μυαλό τους αγάλματα που δεν μπορούν πια να αγγίξουν
Ξαπλωμένοι πια στα βασανιστήρια των σεντονιών
Με εξαίσια όνειρα
Σε μικρά τετράδια
Με γαλάζιες γραμμές
Εγώ είμαι ο κλέφτης της λήθης που τους αναλογεί
Εξαιτίας μου υποφέρουν
Εξαιτίας τους υποφέρω
Κι σε ένα λήθαργο ασημένιο αλεξικέραυνο
Ποτίζω τα ξερά μου μάτια.’’

Συνήθιζα να δουλεύω άλλοτε σαν πωλητής βιβλίων, μετά σαν λογιστής, κηπουρός, κριτικός τέχνης, αεροπόρος, ταχυδακτυλουργός και σκουπιδιάρης. Ξεκίνησα να γράφω ένα ποίημα στα δεκαεφτά ακόμα το γράφω. Ανέβηκα τρία βουνά στη ζωή μου. Πάντα μου άρεσε να με φωνάζουν με το όνομα μου. Σιγά σιγά άρχισα να αποδυναμώνομαι από τις λέξεις τους και τις χειρονομίες τους. Από τα χαμογελά τους που στόχευαν τοίχους από τούβλα παρατημένους σε αγρούς. Μου άρεσε να σκουπίζω, να πλένω τα πιάτα, ξενυχτούσα στη ταράτσα μονολογώντας το αδιανόητο. Είναι παράξενοι πια. Όλοι τους. Με απωθούν σε ανυπόφορα συναισθήματα. Έφυγα. Κι επειδή προσπάθησα να ζήσω τη ζωή άλλων κι όταν απέτυχα ,έψαξα εμένα κι όταν με βρήκα έχασα τους πάντες. Εδώ είμαι τώρα. Μόνο εκείνη μου υπόσχεται καινούριες μέρες. Και μέσα στα μάτια της ανταλλάσω τη θάλασσα.


Εκείνη μετρούσε τις μέρες. Όχι δεν θα τον ειδοποιούσε, Έφευγε σε τρεις μέρες. Μια μικρή χειραποσκευή κι ένα βιβλίο. Ο καθρέφτης μέσα στον καθρέφτη. Κάτι την τραβούσε πέρα από τη γενική φυγή. Για κάποιο λόγο ένιωθε πως ο κ. Νόρτον είχε κάτι να της προσφέρει. Άλλωστε πάντα ήθελα να πάει να ζήσει σε ένα Φάρο έστω και για λίγο.  Είχε ανάγκη από λίγες διακοπές και αρκετό καιρό μέχρι τις επόμενες πρόβες, το επόμενο έργο, τη καινούρια μανία ενός ανθρώπου. Πλήρωσε το ρεύμα και το νερό την Τρίτη το πρωί, είδε μια φίλη της για καφέ ,φαγητό και ύστερα ποτό την Τετάρτη το βράδυ. Την Πέμπτη το πρωί σηκώθηκε έφτιαξε ένα ζεστό καφέ άλειψε δυο φέτες ψωμί με μέλι, ξεφύλλισε την χθεσινή εφημερίδα και κάλεσε ένα ταξί, που την πήγε στο αεροδρόμιο. Αγαπούσε τα αεροδρόμια. Τις στάσεις των ανθρώπων τις πορείες τους. Τη λογική του ταξιδιού  στους καλοσιδερωμένους γιακάδες των πουκαμίσων, την ανέμελο πόθο στα τσαλακωμένα φορέματα. Τα άγρυπνα μάτια, και τα χέρια που κρατιόνται , τα νεύματα αποχαιρετισμών και τις ζεστές αγκαλιές. Κοιμήθηκε στην πτήση της. Ονειρεύτηκε ένα πράσινο καναπέ με κίτρινες αράχνες. Μια τεράστια γυάλα που έγινε σαπουνόφουσκα και έσκασε πάνω στο άγγιγμα ενός λουλουδιού. Είδε την μητέρα της να στέκεται στη στάση του μετρό και να διαβάζει Ρεμπώ μιλώντας Αραβικά. Οι τσέπες της ήταν τόσο βαθιές όταν ήρθε ο ελεγκτής να ζητήσει εισιτήριο ,που δεν μπορούσε να το βρει. Κι έτσι την εξόρισαν στο Φάρο. Όταν βγήκε από το αεροδρόμιο ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος. Θα έμενε για την νύχτα σε ένα πανδοχείο και το πρωί θα νοίκιαζε αυτοκίνητο, για να πάει στο Φάρο ήταν μόλις μιάμιση ώρα δρόμος. Αποφάσισε να του γράψει ένα γράμμα και για πρώτη φορά να το παραδώσει η ίδια. Δεν είχε ιδέα όμως τι να γράψει. Δεν άργησε να αποκοιμηθεί. Το ξυπνητήρι χτύπησε είχε ξημερώσει. Το γράμμα πλάι στο κομοδίνο είχε μια μουντζουρωμένη σχεδόν φράση. Μάλλον θα την έγραψε μεταξύ ύπνου και ξύπνιου.

Για έναν αχόρταγο ήλιο θα έφτανε μονάχα μια σκιά

Δεν μπορούσε να το ερμηνεύσει αλλά για κάποιο λόγο το δίπλωσε και το έβαλε στο φάκελο. Έκανε κρύο, ένα διαφορετικό κρύο. Μπήκε για ντους.

Το προηγούμενο βράδυ στο Φάρο ο καιρός είχε αγριέψει για τα καλά. Ο κ. Νόρτον έξυνε ένα ξύλο ,που είχε μαζέψει από τη θάλασσα, με το σουγιά του. Άκουσε μια φωνή κι ύστερα ένα ουρλιαχτό και γρήγορα φοβισμένα βήματα να χάνονται έξω στη ξέρα. Τα κύματα ξεσπούσαν πάνω στα βράχια. Εκείνος ο γκρεμός σα ξαφρισμένο στόμα, λυσσασμένο παραμόνευε στο επικείμενο  τέλος της γης. Ρώτησε με το όνομά της αν όλα είναι καλά. Τα ουρλιαχτά συνεχίστηκαν  πάγωσε η ραχοκοκαλιά του κι ύστερα ο πανικός τον γέμισε από πάνω ως κάτω. Άρπαξε τον φακό του και βγήκε τρέχοντας έξω. Είδε την άκρη του φορέματος της να εξαφανίζεται στη μαύρη άβυσσο. Τα κύματα έφταναν σχεδόν μέχρι το Φάρο , τα πόδια του ήταν γυμνά φώτισε μέσα στη θάλασσα,  είδε το χέρι της να βυθίζεται δείχνοντας τον ουρανό έκανε δυο βήματα πιο κοντά στην άκρη και υποσυνείδητα κοίταξε ψηλά, είδε δυο αστέρια να πέφτουν διαγράφοντας πορεία το ένα μέσα στη πορεία του άλλου.  Τότε ένα τεράστιο κύμα τον άρπαξε κι εκείνος αφέθηκε, ένιωσε το θαλασσινό παγωμένο νερό, κατάπιε το υγρό αλάτι. Μέσα στο πυκνό σκοτάδι έκλεισε τα μάτια του, μπορούσε να ακούσει τη βουή των κυμάτων να συντρίβει τη ξέρα, ώσπου ήρθε η μεγάλη σιγή. Χτύπησε το κεφάλι του και αναίσθητος πια βυθίστηκε στο πυθμένα της μαύρης θάλασσας. Εξαφανίστηκε, το ξαφρισμένο στόμα τον κατάπιε. Κι αφέθηκε ένα κορμί στα ρεύματα, να αιωρείται.

‘’κι αν ποτέ μου απαρνηθώ
Τη ζωή
Θα κάνω λάθος όπως όλοι
Γιατί επιτέλους
θα έχω απαρνηθεί το θάνατο’’


Η Άλις ξεκίνησε για το Φάρο. Ένα ήρεμο πλαγιασμένο πρωινό ξετυλιγόταν στο χωμάτινο δρόμο. Άραγε τι θα συναντούσε. Σιγοτραγουδούσε εκείνο το κομμάτι Let my mind darling
Όταν έφτασε δεν βρήκε κανένα. Παρά μόνο σκόρπια ρούχα τετράδια πιάτα ποτήρια. Πάνω στο τραπέζι ήταν ένα γράμμα. Το πήρε και αφού σιγουρεύτηκε πως κανείς δεν την έβλεπε άρχισε να το διαβάζει.


‘’ Βαδίζω στη Χώρα της,
Κάθε τι δικό μου της ανήκει.
Κι όταν ξαπλώνουμε αντίκρυ δεν μπορώ να πάρω το βλέμμα μου από τα μάτια της
Πράσινο κίτρινο
Ή μπλέκομαι σε μια της μπούκλα απ’τα ακροδάχτυλα μου
Και με σέρνει όλη τη νύχτα στα όνειρα της
Μέσα στις δυο γραμμές που σχηματίζουν τα χείλη της
Αναπνέω
Λέμε ότι αγαπιόμαστε
Και σύντομα θα κλεφτούμε στη πρώτη κενή ώρα της μεγάλης νύχτας
Την ακούω να τραγουδάει να γελάει καμιά φορά από μακριά
Γελάω κι εγώ μαζί της
Κι όταν κλαίει κουλουριάζομαι σαν κυνηγημένο ζώο στην φωλιά μου
Κι αν ποτέ τύχει να εξαφανιστούμε,
Θα ναι γιατί υπήρξαμε πραγματικά.
Όπως δυο σταγόνες’’

Ο Τάφος/ Νοέμβρης

                                                         Ο Ταφος/Νοεμβρης                                                     
                                                        (13/11/10-13/12/10)


        Στον Λωρενς εμεναν μολις τρεις μερες ζωης. Δεν ηταν μυστικο, αλλα κατι που δεν το γνωριζε κανεις. Στα εικοσι τρια του χρονια ζωης, ηταν πλεον σχεδον ετοιμος, να παρει τη ζωη του στα χερια του. Ηταν το απογεμα της 13ης Νοεμβριου, η βροχη ειχε στεγνωσει απ τα πεζοδρομια, οι μικρες λιμνες συνεχως εξατμιζοντουσαν προς το αχανες οριζοντα, εκει που δεν υπαρχουν πολεις πια. Καθρευτιζοντας στα σκοτεινα νερα τους ολο και λιγοτερο το μικρο τιποτα. Ο ανεμος αρχιζε ξανα τις νυχτερινες του βολτες. Παρεσερνε σε χορο τα απλωμενα ρουχα και τις ξεσκισμενες τεντες. Ενιωθες σχεδον πως μπορεις πραγματικα να αναπνευσεις.
         Καθισμενος στο σκοτεινο δωματιο του, χαμενος ολοκληρωτικα στις σκεψεις του, πνιγμενος στην ανεπιθυμητη μοναξια και στραγγισμενος από μια βαρια νοσταλγια κοιτουσε προς τον τοιχο κι όχι προς το παραθυρο. Λες και τον ειχαν κλειδωσει εκει μεσα. Για κάθε κλειδαρια υπαρχει και κλειδι.. αναρωτιεμαι.
Μεσα λοιπον στις μουσικες αντιστοιχιες της σκοτεινης του υπαρξης, γιατι βεβαιως και υπαρχαν μουσικες που συντροφευαν τις μικρες του κινησεις, το καπνο απ τα τσιγαρα, το βηχα, και το απεραντο βλεμμα του ανθρωπου που χτιζει μια φωλια στην αβυσσο, γεννηθηκε μια σκεψη. Μια σκεψη που αναδυθηκε από τα συντριμια που αφηνει η καθε στιγμη που προσπερνα τον εαυτο της, αταραχη.
Αν μοναχα του μενουν τρεις μερες ζωης.
Αν είναι μια αληθεια που ασφαλως θελει να πιστεψει, τοτε ναι σιγουρα μεσα στο  δειλινο, ενας ανθρωπος γνωριζε καλα πως πεθαινε. Μεσα στη βαθεια κατανοηση και την εσφαλμενη πιστη συλλογιστηκε πως τη νυχτα τουτη, δεν θελει πια να ναι μονος κι αν ναι, τουλαχιστον να μοιραστει τη στοργη και τη γλυκητητα μιας γυναικας.
Δεν ηταν ο ερωτας αυτό που ασκοπα αποφασισε να αναζητησει μα η μυρωδια του. Σταθηκε αποσβολωμενος και χωθηκε μεσα σε μικρη χαραμαδα γλιστρωντας, και τοτε συνηδητοποιησε πως δεν ηταν σιωπη αυτό που ξεμεινε μαζι του. Ηταν το ξυλινο συμπαν που ετριζε, ηταν η καρδια του κοσμου που αργα συμπιεζονταν σαν ένα κομματι χαρτι, αιωνια σχεδον, από τον ασφυκτικο φλοιο της ματαιοτητας.
Κι ολες οι λεξεις πνιγονταν στο σκουρο μελανι.
Απλωσε το χερι του να αρπαξει κατι.
Ακουσε τα συννεφα να μαζευονται από πανω του να στριμοχνωνται σαν αχαροι θεατες με τα γκριζα παλτα τους και τις μαυρες καπες τους, να τον κοιτουν σα να κοιτουν σε ταφο, ετοιμα να πνιξουν σε δακρυα τα μελανιασμενα ματια τους. Κανενα δακρυ δεν ξεπροβαλλε ποτε το κατωφλι τουτο τελικα. Ολο αυτό ηταν στη φαντασια του, ολο αυτό ηταν κατι που εβλεπε μονο εκεινος, κανεις άλλος δεν μπορουσε να δει. Πως αλλωστε να μοιραστει κανεις το οτιδηποτε με καποιον άλλο.
         


      Τωρα πια κρατουσε ένα γραμμα σταλμενο το καιρο καποιου ερωτα, παλια.
Εγραφε, 25η Νοεμβριου ‘’αγαπημενε μου αποκοιμαμαι κάθε νυχτα στη θυμηση σου και γλυκα μια τελευταια σκεψη με ξαγρυπνα λιγακι παραπανω, να με επισκεφτεις στα ονειρα μου, ας με επισκεφτεις στα ονειρα μου’’.
      Κουλουριασμενος στο πατωμα ξυπνησε τα χαραματα και το κρυο βασιλευε στη ψυχη του. Φορεσε το παλτο του, εριξε λιγο νερο στο προσωπο του και βγηκε εξω στο αραιωμενο μπλε χρωμα της πολιτειας, στις κενες ωρες,στους ερημους δρομους. Ισως να εβλεπες κανενα σκυλο να τριγυρναει και ανθρωπους χωρις χαρακτηριστικα που προσπερνουσαν τους ιδιους τους τους εαυτους μες στη θλιβερη βιασυνη τους.Στο ασθενικο περιπατο του συναντησε έναν ανθρωπο να καθεται σε ένα παγκακι κι ενιωσε ασφαλης να καθησει διπλα του να κοιταξει προς την πλευρα που τοσο ευλαβικα κοιτουσε.Καθισε και καταλαβε πως αυτος ο ανθρωπος ηταν τυφλος.Κι υστερα ενιωσε  ντροπη μολις συνηδητοποιησε , πως μπορει κανεις αν δεν βλεπει τι υπαρχει, να δει τι δεν υπαρχει.
Και τοτε ο τυφλος του ειπε.
-Λαθος. Τι θα μπορουσε να υπαρχει εννοεις.
      Ο ηλιος αρχισε να σκαει μεσα απ τα κτιρια και να ζεσταινει τις ωρες και τις στιγμες και ο τυφλος χαθηκε μεσα στο θαμπος του. Ολη του η ζωη περασε από μπροστα του, το σχολειο , η μητερα, η δουλεια, ο πατερας , οι φιλοι , οι ερωτες , η θαλασσα , η νυχτα, οι εποχες, οι πρωτες ανησυχιες, το μεθυσι. Σηκωθηκε και αρχισε να βαδιζει προς την αγορα. Οι μυρωδιες του φουρνου, τα φρουτα τα λαχανικα, οι γεροι ανθρωποι που ξυπνουν νωρις με τα λαξεμενα βλεμματα, τα παιδια που πηγαινουν σχολειο, οι εμποροι μεσα και εξω από τα μαγαζια τους, το βιβλιοπωλειο,
καθως η πολη ανοιγει τα σιδερενια βλεφαρα της μεσα στην αρμονια του μικρου πρωινου που σιγα σιγα γινεται μια ακαταπαυστη φασαρια. Το τσιρκο.
Ο θηριοδαμαστης στο κρεοπωλειο, ο κλοουν στο μαναβικο, οι ακροβατες πισω από τους σκονισμενους παγκους, οι ταχυδακτυλουργοι που απλωνουν τη πραματια τους, οι πλανοδιοι  μιμοι, τα σχοινια που σηκωνουν την τεραστια τεντα, η αλλοκοτη μουσικη από το ξυλινο κουτι, οι νανοι, οι μεγαλοσωμοι αρσιβαριστες, οι ψυχες που χορευουν υστερα από τον θανατο. Ενα τσουρμο από εφιαλτες που τον τραβουν στη σκηνη μπροστα από το παλαιοπωλειο του μαγου. Ο βασιλιας και οι γελοτωποιοι του σε μια τεραστια αυλη ετοιμοι να κατασπαραξουν τα τελευταια του ονειρα. Ενα κομματι σπαγκο κρατουσε στα δυο του χερια. Μπες του φωναζουν και ο μαγος βγαζει με τροπο το καπελο του και τον καλωσοριζει, τον σπρωχνουν του χαμογελουν με τα τεραστια τους στοματα, τα τσιριχτα τους ματια, πρεπει να αγορασεις το χαμενο χρονο του ψυθιριζουν, πρεπει περασεις τη δοκιμασια. Τρανταζεται ολοκληρο το σκηνικο. Στις φλεβες του κυλα το αιμα που παρεμενε νεκρο καιρο τωρα. Μπαινει μεσα στο παλαιοπωλειο. Προσπερνα τη σκονη και τη θαμπαδα του παρελθοντος και αντικρυζει τη θλιμμενη κορη του μαγου που καθεται διπλα του σιωπηλη. Το παλιοπωλειο διαστελεται σε απεραντο βαθος. Ο  Λωρενς στεκεται μπροστα στο μαγο και τη πανεμορφη του κορη. Εκθαμβος από την ομορφια της , φτιαγμενη από τη θλιψη της λυκαυγης που κουβαλουν τα ματια της, απ το λευκο της δερμα που απλωνεται σαν την πιο προσχαρη γη που ατενισε ποτε ανθρωπος, και τις  μπουκλες της που κατρακυλουν ως τα στηθη της, σκουρες γυρτες προς τη καρδια της.
Ο Λωρενς νιωθει την αναγκη να μιλησει μα του είναι αδυνατο , νιωθει την αναγκη να κουνηθει μα δεν μπορει. Κι οι δυο τους  τον κοιτουν στα ματια ο ενας επικριτικα και ο άλλος εκλιπαρωντας. Σηκωνει μετα βιας το χερι του και δειχνει με το δαχτυλο του τη κορη του μαγου. Μετανιωνει αμεσως για τη κινηση του.
Κι ο μαγος αρχιζει να γελαει , ολο το τσιρκο αρχιζει να γελαει υστερικα, σειεται ολοκληρη η πολη πανω στο πλακοστρωτο της, ηχουν τα τυμπανα , τα σιδερενια κρουστα, ηχει η τρελα.Ενα δακρυ ελευθερωνεται απ τα κρυσταλλινα της ματια, αναμεσα απ τα βλεφαρα της γλιστρα κι εκεινος της σκουπιζει το μαγουλο.
-Ότι χαλαει πρεπει να το φτιαξεις. Οχι απαραιτητα όπως πριν, αλλιως…του λεει
Μεσα σε μια στιγμη, για μια στιγμη όλα τεινουν προς την εξαφανιση και η βουη ξεκαθαρα θεριευει κι αυτή προς το απειρο κι όλα χανονται μεσα του. Ξεριζωνεται κάθε χρωμα κάθε σχημα κάθε ηχος, σε μια δινη που χορευει.
       Ο Λωρενς ανοιξε τα ματια του και συνειδητοποισε πως βρισκεται στο κρεβατι του, αγγιξε τις μικρες πτυχες του σεντονιου , αναπνευσε πανω τους κουρνιασμενος, κι ο ηλιος κρυφα απ το παραθυρο ισα που τον σκεπαζε. Ετριψε το προσωπο του το βασταξε καθισμενος στην ακρη του κρεβατιου, ψηλαφισε τα ματια του κι απλα δακρυσε. Η ωρα ηταν μια από κεινες τις ωρες του μεσημεριου. Το μονο σιγουρο είναι πως σημερα  ο μηνας ειχε 14. Ο βηχας του ειχε χειροτερεψει. Εξω από το παραθυρο κάθε υποψια βροχης ειχε εξαφανιστει μα κατι μεσα του ελεγε το αντιθετο. Η αισθηση της αναμονης ξαφνικα τον κατεκλυσε, ο σπορος της επεσε μεσα στα σωθικα του και με γοργους ρυθμους αρχισε να βλασταινει να ξεπεταει τα κλωναρια, τα αγκαθια, τα φυλλα και τους πικρους καρπους του. Καθηλωθηκε μεσα στο σπιτι κι αρχισε να παραλογιζεται με το κάθε τι.
Εκανε κάθε κινηση που του ερχοταν στο νου. Μετεφερε κάθε μικροαντικειμενο εβγαζε πραγματα από τα ντουλαπια, τα εβαζε σε λαθος μερη δημιουργησε ένα καθρευτη ένα σποραδικο χαος που ανεπνεε τον ιδιο αερα με εκεινον. Σα μικρο παιδι, σα τρελος, σαν αγριμι. Τελος ξαπλωσε στον καναπε που ειχε τοποθετησει πανω στο τραπεζι μαζι με τα καλωδια της τηλεορασης , τα δυο κουταλια και την πετσετα του μπανιου. Ξαπλωσε κει κι εμεινε ακινητος να κοιταζει το σωρο, τις αποστασεις της παραλογιας. Μες τον νεροχυτη η βρυση εσταζε πανω στο πινακα, στη μια του παντοφλα και στην ανθολογια νεων ποιητων, στο πατωμα ειχαν μαζευτει τα κατσαρολικα μαζι με τα ρουχα τις λαμπες και τα μαξιλαρια, όλα τα συρταρια και τα ντουλαπια σχεδον ηταν ορθανοιχτα γεμισμενα με βιβλια δισκους φαγητα σεντονια κερια και φωτογραφιες. Στο κεντρο του σαλονιου ηταν η γλαστρα. Οσο κι αν την κοιτουσε τιποτα δεν εμοιαζε να ανθιζει απ το χωμα. Ολα ηταν ψευτικα. Ο χαμενος χρονος. Δεν υπαρχει χαμενος χρονος, μονο ανθρωποι που χανονται, χαμενες ζωες…ελεγε. Δεν υπαρχει σημειο εκκινησης, διοτι η μνημη, η προσωπικη,  υπαρχει από ένα σημειο και μετα. Σημειο απροσδιοριστο. Ο χρονος είναι οι αλλοι. Εκεινοι προσδιοριζουν. Γι’αυτό χαμενος χρονος είναι οι ανθρωποι που περασαν και χαθηκαν. Οσα δεν.
    Η πορτα ανοιξε. Ο Ελλιοτ εφερε τη ληθη. Κανεις τους δεν εξηγησε τιποτα απολυτως. Εμοιαζε σαν τη φωλια στο δασος. Ακουγοταν σαν το κλαδι που σπαει. Μεσα στο σκοταδι, τυλιγμενοι στη σιωπη.
-Εχεις ένα μολυβι; ψελλισε ρωτωντας.
-Η μολυβοθηκη ειναι το παπουτσι εκεινο που κρεμεται απ το χερουλι της πορτας του μπανιου. 
-Εχεις χαρτι;
-Εχω τοιχους. Λευκους παναρετους φτιαγμενους για αυτή τη μερα.
-Τι μερα είναι σημερα;
-Είναι η δευτερη.
-Μενουν άλλες πεντε…
-Όχι. Αλλη μια, μονο.Μενει…
-Κανει κρυο.
-Εσυ κρυωνεις, δε κανει κρυο.
-Ακους;
-Τι;
-Φυγανε ολοι.
-Τωρα πια δεν υπαρχει χρονος.
Εκλεισε η πορτα. Το λιγοστο φως ηρθε , τον σκεπασε και τον εβαλε για υπνο.
Όλα είναι πουπουλα που τα φυσα ο αερας , ειπε.
         Ηταν πια 15 του μηνος. Ο ουρανος ηταν συννεφιασμενος. Γκριζος, απροσωπος, βαρυς. Το σπιτι ηταν ακαταστατο, καχεκτικο. Ο Λωρενς ονειροπολουσε και μετα το ξυπνημα τυλιγμενος με μια κουβερτα κοιτουσε για ωρα απ το ματακι της πορτας. Κανεις αναστεναξε. Ανοιξε την πορτα. Αντι για το χαλακι της εξωπορτας ειδε το ρολοι του τοιχου παρατημενο στη θεση του. Η ωρα ηταν κοντα 12 το μεσημερι. Στα επομενα δεκα λεπτα βρισκοταν ηδη κατω στο δρομο, χωρις προορισμο. Η ιδεα του θανατου  κομπιαζε το περπατημα του. Το τελος τον εκανε να βουρκωνει κάθε τοσο και παλευε να κρατηθει. Με τα χερια στις τσεπες και το κεφαλι σκυφτο το μονο που εκανε ηταν να προχωραει μεσα στη πολη στα στενα της αναμεσα στους αλλους. Ο χρονος περνουσε. Ενιωθε τη φθορα το κελυφος να ραγιζει τα βλεμματα να τον γραπωνουν απ τη ραχοκοκκαλια. Αδυναμος να συνελθει μεσα στη διαρκη πλανη που ο ιδιος δημιουργησε. Η όχι;
Τοτε θυμηθηκε ποσες φορες εκανε παλιοτερα αυτή τη βολτα γεματος ιδεες πιο ευχαριστες ηλιοκαμενος από μια νεοτητα που σιγουρα γεματη από αφελεια τον εκανε να ονειρευεται και να πιστευει σε μυθους. Με την απλοτητα της συγκαταθεσης στην ομορφια, όταν η ζωη εμοιαζε πιο πολύ στον εαυτο της. Σταθηκε στην ακρη του πεζοδρομιου.
Εκεινη σκεφτοταν ποσο ειχε αργησει, βιαζοταν.Ηταν αγχωμενη , νευρικη κοιτουσε συνεχεια την ωρα στο ταμπλω, κι υστερα ερχοταν στο μυαλο της το καλοκαιρι, τα γελια, οι νυχτες στην παραλια κατω απ το φεγγαρι που ριχνει τα δυχτια του να πιασει τους εραστες στις αμμουδιες να τους τραβηξει ψηλα. Ετσι της ειχε πει εκεινος ένα από τα βραδυα κι ηταν τοσο ευκολο μετα να του δωθει.
      Ξαφνικα ο ουρανος ανοιξε σιγα σιγα και φανηκε εκτυφλωτικα ο ηλιος. Ο Λωρενς γυρισε αμεσως προς το μερος του μεθυσμενος, τυφλος. Λες και η αρρωστια εσβησε μπροστα στο φως του. Εκεινη ερχοταν με ταχυτητα από τη γωνια ακομα αφημενη στα φεγγαρια και τα δυχτια και τα φιλια. Μπορουσες να ακουσεις τη μουσικη. Βιολια από το κεντρο της γης. Σχεδον χαμογελωντας κατεβηκε το πεζοδρομιο  θελωντας να διασχισει το δρομο  απεναντι προς το μικρο παρκακι. Εκεινη πηρε τη στροφη , τα φεγγαρια τα εκαψε ο ηλιος. Ο ηχος ηταν σπαραχτικος, της εκοψε την ανασα. Ο Λωρενς βρισκοταν αιμοφυρτος στην ασφαλτο εχoντας σπασμους σχεδον χαμογελωντας. Βγηκε γρηγορα από το αυτοκινητο και ετρεξε διπλα του. Ανεπνεε βαρια, το αιμα ειχε μπουκωσει το στομα του. Ενα δακρυ ελευθερωθηκε απ τα κρυσταλλινα της ματια,αναμεσα απ τα βλεφαρα της γλιστρησε κι εκεινος της σκουπισε το μαγουλο.
-Οτι χαλαει πρεπει να το φτιαξεις. Οχι απαραιτητα όπως πριν, αλλιως….της ειπε και ξεψυχησε στην ασφαλτο, μπροστα της, απεναντι απ το παρκακι, στη πολη μεσα, με το μισο χαμογελο του, κατω απ τον ηλιο, τον τελευταιο μηνα του φθινοπωρου. Στον Λωρενς εμεναν τρεις μερες ζωης. Δεν ηταν μυστικο, αλλα κατι που δεν το γνωριζε κανεις.
     


Ηλίθιοι μέσα στη νύχτα

     Το κρύο ήταν τσουχτερό. Στο πακέτο του Μπόρις είχανε μείνει μόλις δυο τσιγάρα και στη μπωτύλια μόλις τρεις γουλιές. Έστρεψε το πακέτο προς το μέρος μου κι έβγαλα τον αναπτήρα με τα παγωμένα μου χέρια. Παραλόγως ήταν η πιο κρύα νύχτα του Νοέμβρη κι έτυχε το απρόσμενο της νύχτας να μας βρει σε αυτό το λόφο να χαζεύουμε τα φώτα της πόλης κι όχι την πόλη, μόνο τα πολύχρωμα της φώτα και να ακούμε τη βουή να ορθώνεται στα αυτιά μας. Να το μαρτύριο κι ηλιθιότητα , το τσούρμο των τρελών. Τότε ήταν ξαφνικά που με στόμφο φιλοσόφου ή ποιητή σηκώθηκε στα δυο του πόδια ύψωσε το ανάστημα του και σαν να βγήκε στο σανίδι διατύπωσε την εξής ερώτηση , με ύφος ανθρώπου βουτηγμένου στο βάζο με το μέλι της ζωής.
-Τι ζητάς απ' τη ζωή σου ρε Αρτούρο ; Τι είναι τελικά αυτό που θες;
Και η ηχώ των φράσεών του κατρακύλησε στις πλαγιές και στα δέντρα και έμεινα να τον κοιτάζω για λίγο, διστακτικός μεν να εισχωρήσω στο έργο του, δεκτικός δε να παρανοήσω απόψε λιγάκι κάτω απ 'τα άστρα. Και του απάντησα με παρόμοιο στόμφο.
- Φίλτατε Μπόρις  εμπνευστή των νέων καιρών ,το μόνο που ζητώ, απόλυτα, μέσα στη χλόη στη δροσιά κάτω απ' τον ήλιο, σε ένα σπίτι που χτίσαν τα δυο μου χέρια ,να 'ρθουν μια μέρα να με βρουν τα όνειρα μου και να μου πουν ας ξεκινήσουμε μαζί.
Τότε ήταν που τρεμόπαιξαν τα φώτα, κείνα τα κιτρινιάρικα τα άρρωστα, και τ' άστρα παίξαν συγκρουόμενα και μείναμε να κοιτάμε αχνούς ορίζοντες και πένθιμες κεραίες στις ταράτσες.
       Κατεβάσαμε τις τρεις γουλιές και ξεκινήσαμε να γυρνάμε πίσω στα θλιβερά μας σπίτια, σφυρίζοντας μπερδεμένους σκοπούς και τρέφοντας μια απέχθεια για όσα σκόνταφταν  στα μάτια μας μπροστά. Μια καληνύχτα την είπαμε και δώσαμε μια χειραψία ,κι ο Μπόρις στράφηκε προς την ανήμπορη του γειτονιά και εγώ ανηφόρησα προς το μαρασμό μου. Κι όλο σκεφτόμουν πόσοι ηλίθιοι γυρνούν μέσα στη νύχτα σαν κι εμένα , τούτη την ώρα, με το 'να πόδι στη χλόη στη δροσιά κάτω απ' τον ήλιο και τ' άλλο σε αυτό το καταλαγιασμένο τίποτα.
Κάποια στιγμή λίγο πριν αποκοιμηθώ , λίγο πριν βυθιστώ  διατύπωσα στον εαυτό μου την εξής παραδοχή.
- Αρτούρο δεν είσαι τίποτα περισσότερο από ένας   μαλάκας !
Κι ύστερα σκέφτηκα εντελώς συμπτωματικά εκείνη και μετά την άλλη και πιο μετά την παράλλη , κι όλες μαζί δεν φτάνανε να φτιάξουνε τη μία,  εκείνη που μοιάζει με απώλεια μεγάλη , εκείνη που φαντάζει πιο άδειο το κενό.
       Το επόμενο πρωί ο Μπόρις δεν φάνηκε στη δουλειά κι εγώ αγουροξυπνημένος ως το μεσημέρι έκανα χαζές σκέψεις για όμορφα πράματα μα η πραγματικότητα κι ο περίγυρος μάλλον με είχανε γραμμένο για τα καλά. Όταν σχόλασα πήγα στο cafe των Αργοπορημένων και παράγγειλα μια παγωμένη μπύρα. Ο μικρός δείκτης του ρολογιού πάνω από το μπαρ γλιστρούσε προς τα κάτω κι ύστερα με όλη του δύναμη σκαρφάλωνε στους αριθμούς κι οι μπύρες άδειαζαν και γέμιζαν ώσπου σε κάποιο σημείο εμφανίστηκε ο Μπόρις κι αυτός τύφλα, ή μάλλον πολύ περισσότερο, κι έκατσε δίπλα μου . Κι ήταν λες και ήξερε όλες του κόσμου τις αλήθειες και πως να αντέξει κανείς, σε τούτη τη πόλη με αυτούς τους ανθρώπους την ώρα που βραδιάζει . Κάθε φορά που βραδιάζει και τα πάντα ξεκούρδιστα , χαλάνε τη μουσικά σου για άλλη μια φορά.
      Η αλήθεια είναι πως δεν μιλήσαμε πολύ, ο καθένας  χαμένος στις σκέψεις του και στο ποτό του, έτσι όπως συμβαίνει όταν δεν ξέρεις από που ν' αρχίσεις. Όταν η μόνη απάντηση σε όλες τις ερωτήσεις είναι το ''δεν ξέρω''. Μια στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε πρώτα εκείνη η κοπέλα και μετά η τεράστια βαλίτσα της που μετά βίας μπορούσε να μεταφέρει. Ήταν το μόνο πράγμα που τραβούσε τη περιέργεια μου εκτός από το ρολόι, εκτός από το ποτό, εκτός από τη σιωπή του Μπόρις, αυτή  η κοπέλα που έκατσε ακριβώς πίσω μας στο διπλανό τραπέζι μαζί με τη τεράστια βαλίτσα της , λες και χωρούσε το σπίτι της λες και χωρούσε την ίδια. Χαμένη με τον τρόπο της παρήγγειλε το ποτό της και μες στην αβεβαιότητα της ρουφούσε μικρές γουλιές και ελάχιστα σήκωνε το βλέμμα της από το τραπέζι. Πραγματικά δεν είχα καταλάβει σε τι κατάσταση βρισκόταν ο Μπόρις αλλά μάλλον το συνειδητοποίησα αργά όταν στη προσπάθεια του να σηκωθεί από το μπαρ παραπάτησε και έπεσε πάνω της με τόσο ατσούμπαλο τρόπο που έριξε το ποτό της και παραλίγο ολόκληρο το τραπέζι κι ήταν λες και ξεχύθηκε το χάος, η αναρχία, η ανθρώπινη εσφαλμένη οδός που κατρακυλάμε καμιά φορά, κάτι που δεν μπορείς να αντέξεις, αλλά αυτό ήταν μονάχα μια στιγμή.
Τον σήκωσα κατευθείαν , ενώ στο ξαφνικό συμβάν το παραμιλητό του Μπόρις ήταν γεμάτο συγνώμες και καταστροφές. Αντίθετα η κοπέλα που ξαφνιάστηκε εξ αρχής ήταν τόσο ευγενική που με βοήθησε να τον βάλω στη άδεια από τις άλλες δυο καρέκλες του τραπεζιού της. Αμέσως παράγγειλα καινούριο ποτό για κείνη και ένα σάντουιτς για τον Μπόρις, και συστηθήκαμε ζητώντας κι εγώ συγνώμη για λογαριασμό του μεθυσμένου φίλου μου. Το όνομά της Οντέτ, η μικρή ταξιδιώτης. Εδώ και τρία χρόνια πήγαινε από μέρος σε μέρος παίζοντας μουσική στο δρόμο, βιολί για την ακρίβεια. Από κείνη τη νύχτα ξεκίνησε μια καινούρια φιλία και από δυο γίναμε τρεις. Ήταν λιγομίλητη και το μόνο που θυμάμαι είναι κείνη η ιστορία που μας διηγήθηκε , ένα παραμύθι , δεν θυμάμαι βέβαια για ποιο λόγο , ποια ήταν η αιτία της που την οδήγησε να το πει, αλλά ήταν φοβερό παραμύθι. Η ιστορία μιας βαλίτσας γεμάτη από αντικείμενα , και για κάθε αντικείμενο υπήρχε και μια σπουδαία ιστορία που όπως έλεγε ήταν πέρα για πέρα αληθινή. Η πρώτη ιστορία ήταν για ένα καθρεύτη. Ο καθρεύτης  όπως έλεγε της κυρίας  Ροσελύ.

Οικία Ροσελύ, Κυρία Ροσελύ ....
    Η κυρία Ροσελύ ένοικος της πράσινης πολυκατοικίας στην οδό Τρυφώ 5, χήρα τα τελευταία τριάμιση χρόνια ζούσε το υπόλοιπο της ζωής της μέσα στην απολιθωμένη πλέον καθημερινότητα της. Ανίκανη πια να διακρίνει τα χρώματα, έβλεπε μόνο ασπρόμαυρα, στο βασίλειο της μοναξιάς, της σκόνης, στα τραπεζομάντηλα, στα τσαγερά, τα πλεκτά, τα κοσμήματα, στις σταγόνες της βροχής που κουτουλάνε στα τζάμια κάθε φθινόπωρο, κάθε χειμώνα που περνά, στα παιδιά που δεν έκανε ποτέ, στο χρόνο που πήρε σχεδόν τα πάντα. Μια περίεργη μέρα που έτυχε να χάσει το λεωφορείο, να σκιστεί η τσάντα με τα πορτοκάλια στο δρόμο, να τσακωθεί με ένα βιαστικό νεαρό και ύστερα να γυρίσει σπίτι της στον τρίτο όροφο βρήκε την εν λόγω βαλίτσα να την κοιτά έξω απ' την εξώπορτα της .
Να την κοιτά σχεδόν υπεροπτικά , μέσα στην ειρωνία όπως και ο υπόλοιπος κόσμος. Μια γριά παρατημένη είμαι, συνήθιζε να λέει. Παλιοζωή κι όχι μόνο συνήθιζε να λέει. Ζώντας από τη σύνταξη του άντρα της , ο οποίος ήταν οδηγός  τρένου. Λοιπόν που λέτε έσπρωξε τη βαλίτσα λίγο πιο πέρα και πέρασε στο φτωχικό της. Ήταν μεσημέρι. Το απόγεμα η βαλίτσα ήταν ακόμα εκεί. Το επόμενο πρωινό ακόμα εκεί. Πήρε την απόφαση τότε με λίγη ντροπή ή υποκρινόμενη πως ντρεπόταν και έμπασε τη βαλίτσα στο σπίτι. Την ξάπλωσε στο χαλί και την άνοιξε. Κι ενώ φάνταζε κι όντως ήταν τόσο βαριά το μόνο που αντίκρυσε στο εσωτερικό της ήταν ένας καθρεύτης.

Αρτούρο (σπιτι του)

    Τι Σάββατο είναι κι αυτό, οι δρόμοι γίναν ποτάμια, η βροχή δε λέει να σταματήσει, στη τηλεόραση οι άνθρωποι είναι παντελώς γελοίοι. Το ραδιόφωνο κάνει τα αυτιά μου να αιμορραγούν. Σα τα ποντίκια στο αμπάρι καρδιοχτυπούμε και στην άλλη άκρη του καλωδίου δεν υπάρχει πια ούτε μια φωνή να καλοπιάσει τη μοναξιά ,να ημερώσει το χρόνο, να κατευνάσει το πυρετό. Σάββατο βροχερό παλιογαμημένη μέρα λέω και ξαναλέω. Και τότε είναι που χτυπά το κουδούνι.
- ΝΤΡΡΡΡΙΙΙΝ!!!!ΝΤΡΡΡΡΡΡΡΡΙΙΙΙΙΝΝ!!!!!
Μέσα στην έρημο στο ξερό τοπίο στη γη της βαρεμάρας χτυπάει το κουδούνι, ένας απρόσκλητος επισκέπτης.
Άνοιξα την πόρτα κι ήταν εκείνη, μούσκεμα από πάνω ως κάτω φορώντας το αδιάβροχο της σα βρεγμένη γάτα, με εκείνα τα μάτια που μιλούν τη δική τους γλώσσα που κοιτούν το δικό τους κόσμο.
Της έφερα μια αλλαξιά ρούχα και μια κουβέρτα. Άλλαξε μπροστά μου με μια αδιάφορη φυσικότητα, έκατσε στον καναπέ και τύλιξε τη κουβέρτα ολόγυρά της. Έφτιαξα ζεστό τσάι και καθήσαμε εκεί σιωπηλοί με τη βροχή να συνεχίζει να πέφτει στα πεζοδρόμια κι όλα ήταν ασφυχτικά ήρεμα μέχρι που αποκοιμηθήκαμε , χωρίς να ανταλλάξουμε ούτε μια κουβέντα.
Το επόμενο πρωί όταν άνοιξα τα μάτια εκείνη είχε ήδη φύγει αφήνωντας πίσω της ουδεμία υποψία, πως η χθεσινή επίσκεψη της  ήταν πραγματικό συμβάν. Αυτή η σκέψη είναι βασανιστική. Αναρωτιέμαι αν ονειρεύτηκα.

Μπόρις (στο αρχοντικο του)

    Όλη η μέρα είχε πάει στράφι εξαιτίας της βροχής. Αφού γέμισα το χρόνο μου με δίσκους σκονισμένους κι ύστερα έμεινα σαν ηλίθιος να κοιτάζω από το παράθυρο τη λεωφόρο για ώρα αποφάσισα να ανοίξω ένα μπουκάλι κρασί και έκατσα στη πολυθρόνα. Ύστερα από μερικά ποτηράκια το χέρι μου αυτόματα σήκωσε το τηλέφωνο και πληκτρολόγησε ένα τυχαίο αριθμό.
Μπιπ....Μπιπ....Μπιπ...
-Ναι! Παρακαλώ..!απάντησε μια αντρική φωνή.
-Άκουσέ με προσεχτικά. Αυτό είναι το σημαντικότερο τηλεφώνημα που θα δεχθείς σε ολόκληρη τη μίζερη ζωή σου. Είμαι....
- Μαλάκα...!
Μου το έκλεισε κανονικά στη μάπα. Δεν ήταν  τόσο αστείο. Δοκίμασα άλλον αριθμό δεν θα το άφηνα έτσι .Το τηλέφωνο καλούσε . Και τότε μια γυναικεία φωνή το σήκωσε ήταν τόσο ζεστή η φωνή της που σάστισα για λίγο.
- Παρακαλώ! Ναι...ποιος είναι; τότε πήρα μια βαθειά ανάσα και της είπα.
- Με λένε Μπόρις δεν είμαι τρελός , πήρα έναν τυχαίο αριθμό είμαι κλεισμένος όλη μέρα εξαιτίας της βροχής μέσα στο σπίτι και ένιωσα την ανάγκη να μιλήσω με κάποιον ξένο. Ελπίζω να μην ενοχλώ. Το να κλείσεις είναι η πιο λογική αντίδραση. Αλλά  είναι μονάχα μια αντίδραση άκουσέ με. Και πάλι δεν είμαι κάνας τρελός απλά , ξέρεις...
Για μερικά δευτερόλεπτα δεν ακουγόταν τίποτα από την άλλη άκρη της γραμμής μέχρι που μίλησε.
- Ακούω...
Τότε μπλόκαρα εντελώς , τελικά δεν είχα τίποτα να πω ειλικρινά πόσο χαζός αισθανόμουν. Έκλεισα αμέσως το τηλέφωνο και άναψα τσιγάρο. Ξαφνικά μέσα στο ίδιο μου το σπίτι μόνος μου ένιωθα τόσο άβολα , τόση ντροπή . Η φωνή της ήταν υπέροχη.


Ελένα (έξω από το σπίτι του Αρτούρο)

    Κάποια στιγμή απλά τα έχασα εντελώς βγήκα έξω στη βροχή κι απλά άρχισα να περπατάω. Ύστερα από ένα σημείο και μετά μου ήταν αδύνατο να σταματήσω κι είχα γίνει ήδη χάλια από τη βροχή κι έτσι συνέχισα να περιφέρομαι μέσα στη πόλη σα τρελή. Πλέον δεν με ενδιαφέρει αν ο κόσμος με κοιτάζει με αυτό το μάτι να πάνε όλοι τους να πνιγούν . Το μόνο που θέλω είναι να μαζέψω τα λεφτά και να φύγω πάλι για Βαρκελώνη. Απ’ τη στιγμή που βγήκα από το σπίτι ήξερα πως θα κάνω μαλακία, αλλά τι να κάνεις έτσι είναι η ζωή ένα κάρο μαλακίες είτε το σπρώχνεις στην ανηφόρα και σου βγαίνει η ψυχή είτε πάνω του κατεβαίνεις με χίλια τη κατηφόρα. Είχα φτάσει αρκετά μακριά από το σπίτι μου και πολύ κοντά στο δικό του. Το ξέρω πως δεν τον βοηθάω με αυτό τον τρόπο και σίγουρα θα ήταν πολύ καλύτερα να χωθώ σε ένα ταξί και γυρίσω σπίτι μου. Τελικά χτύπησα το κουδούνι.
Εκείνος πάντα καταλαβαίνει τουλάχιστον με τον τρόπο του , με τον δικό του τρόπο.
Ανέβηκα στον πέμπτο όροφο και χτύπησα τη πόρτα, μου άνοιξε σχεδόν άναυδος και όπως πάντα , με φρόντισε. Ήταν αλλιώτικος ούτε καν που μιλήσαμε , μου έδωσε ρούχα και κάτσαμε στο καναπέ. Ξαφνικά ένιωσα τόσο κουρασμένη κι ο ήχος της βροχής απέξω άρχισε να με υπνωτίζει, ξάπλωσα στα πόδια του κι άρχισε να μου χαιδεύει τα μαλλιά. Σύντομα αποκοιμήθηκα. Δεν φταίει αυτός , δεν έφταιξε ποτέ, εγώ είμαι σκάρτη εγώ πάντα τα θαλασσώνω, εγώ πάντα χρειάζομαι περισσότερο ,πάντα ζητάω και δεν δίνω. Και τον αγαπώ  αλλά όχι με τον τρόπο που βλέπεις στις χαζοταινίες , όχι , διαφορετικά. Εκείνος όμως δεν ξέρει, δεν θα μπορέσει ποτέ να με αγαπήσει. Πάντα στα μάτια του θα φαίνεται πως βλέπει σε μένα κάποια άλλη , κι όχι από μένα αλλά από κείνη περιμένει τα πάντα χωρίς να τα ζητάει ποτέ. Είναι το μικρό μου λιμάνι μέσα στο πουθενά. Το χρειάζομαι όμως που και που.
Το πρωί σηκώθηκα  αθόρυβα μάζεψα τα πάντα δεν άφησα κανένα στοιχείο πίσω μου μάλλον ένιωθα τύψεις για την απρόσμενη επίσκεψή μου και έφυγα πριν ξυπνήσει , πριν όλα γίνουν πιο σύνθετα από όσο πρέπει. Πολλές φορές δεν χρειάζονται εξηγήσεις, πλέον δεν είμαι σε θέση να δώσω εξηγήσεις σε κανένα ακόμα και σε μένα, θεέ μου νιώθω τόσο κουρασμένη. Πρέπει να φύγω όσο το δυνατόν πιο γρήγορα από αυτή τη πόλη.


Μίκα  (σπίτι της)

Μόλις έκανα διάλειμμα από τη δουλειά ήμουν στη κουζίνα φτιάχνοντας μια σαλάτα. Ο πίνακας προχωρούσε πολύ καλά και πάντα μου αρέσει να δουλεύω με βροχή. Κατά βάθος θέλω που και που να μελαγχολώ να χαίρομαι  την ανθρώπινη φύση κι από αυτή τη πλευρά. Δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος όμως δεν μου αρέσει η μιζέρια . η βαρεμάρα, το τραχύ σεντόνι της θλίψης που βλέπεις σχεδόν όλο τον κόσμο σκεπασμένο μέσα του. Η ζωή είναι ωραία κι όλα όσα εμπεριέχει καθένα έχει το λόγο του. Καθόμουν στη κουζίνα η Κίρα νιαούριζε στα πόδια μου όταν χτύπησε το τηλέφωνο. - Παρακαλώ! Ναι...ποιος είναι;
- Με λένε Μπόρις δεν είμαι τρελός , πήρα έναν τυχαίο αριθμό είμαι κλεισμένος όλη μέρα εξαιτίας της βροχής μέσα στο σπίτι και ένιωσα την ανάγκη να μιλήσω με κάποιον ξένο. Ελπίζω να μην ενοχλώ. Το να κλείσεις είναι η πιο λογική αντίδραση. Αλλά  είναι μονάχα μια αντίδραση άκουσέ με. Και πάλι δεν είμαι κάνας τρελός απλά , ξέρεις...
Π-ο-ι-ο-ς  ε-ί-ν-α-ι  α-υ-τ-ό-ς  ο  τ-ρ-ε-λ-ό-ς !!! … σκέφτηκα αλλά μετά είπα στον εαυτό μου Μίκα άκου τον άνθρωπο είναι τρελός μπορεί να είναι θεότρελος από όσο ξέρω αλλά δεν παύει να ακούγεται και λίγο ειλικρινής μέσα από τη μεγάλη μου έκπληξη. Όποτε είπα να του δώσω μια ευκαιρία να δω τι έχει να πει. Η περιέργεια σκότωσε τη γάτα, Κίρα μην ακούς.
-        -  Ακούω …αποκρίθηκα.
Πέρασαν δυο δευτερόλεπτα και το έκλεισε. Τελικά ήταν μια κότα, λογικό, αλλά να ξέρετε πως μου αρέσουν τα παιχνίδια. Κι επειδή ο ηλίθιος δεν είχε βάλει απόκρυψη αποφάσισα να τελειώσω τη σαλάτα μου και να του κάνω κι εγώ μια έκπληξη. Ήμουν σίγουρη ότι θα του κοβόντουσαν τα πόδια. Ο πίνακας μπορούσε να περιμένει. Πήρα το τηλέφωνο λοιπόν έστριψα ένα τσιγάρο και κάλεσα τον αριθμό του. Μπορεί να έκανα και βλακεία αλλά ποιος νοιάζεται, τέτοιοι άνθρωποι είναι άκακοι, άλλωστε του είχα πάρει τον αέρα. Ω θεέ μου θα ‘χει πολύ γέλιο.
Το τηλέφωνο χτυπούσε .
-       -   Ναι ;
-       -  Με λένε Μίκα δεν είμαι τρελή αλλά όλη μέρα μέσα στο σπίτι  ένιωσα την ανάγκη να μιλήσω σε κάποιον  έτσι πήρα ένα τυχαίο αριθμό και ελπίζω να μην ενοχλώ.Αν και δεν το νομίζω σωστά;
-      -   Μου κάνεις πλάκα έτσι ;
-      -   Όχι Μπόρις μιλάω πολύ σοβαρά. Νόμιζα ότι ήθελες να μιλήσεις σε κάποιον.
-      -   Χαχά Παναγία μου τελικά εσύ είσαι πιο τρελή από μένα. Μα πώς..πφφφ τι βλάκας δεν έβαλα καν απόκρυψη.
-      -   Ναι φαίνεται πως είσαι παντελώς ηλίθιος αν μου επιτρέπεις.
-      -   ΟΚ οκ… ίσως να μου αξίζει αυτός ο χαρακτηρισμός. Ελπίζω να μην είσαι καμιά μουρλέγκο έτσι , ξέρεις εγώ απλά έκανα μια πλάκα έτσι..
-      -   Ας πούμε ότι είμαι όσο τρελή όσο κι εσύ τι λες ; Λοιπόν Μπόρις είμαι όλη αυτιά.
Μιλήσαμε για κάνα μισάωρο και τελικά ο τύπος είχε γέλιο κι ότι από ότι φάνηκε ναι ήταν λίγο τρελός αλλά όχι με τον απόλυτα τρελό τρόπο κι άλλωστε ποιος δεν είναι έστω και λίγο. Ανταλλάξαμε αριθμούς και δώσαμε ραντεβού στο τηλέφωνο για μια άλλη βροχερή μέρα. Πάντως κοίτα τι μπορεί να συμβεί ένα απλό βροχερό Σάββατο. Κατά βάθος χάρηκα τον εαυτό μου. Όπως είπα η ζωή είναι  ωραία αρκεί να θέλεις να ζεις. 


Οικία Ροσελύ, Κυρία Ροσελύ  οδός Τρυφώ 5

Ήταν ένας  απλός ασημένιος καθρεύτης καθόλου άσχημος, τον έβαλε στο κομοδίνο της και έκλεισε τη βαλίτσα και την έβαλε δίπλα από την πόρτα κάτω από το κρεμασμένο παλτό της και το καπέλο της. Μα τι περίεργο πράγμα αναρωτήθηκε μία βαλίτσα με ένα καθρεύτη. Μετά από λίγο όμως ένιωσε όμορφα γιατί συνειδητοποίησε πως είχε περάσει αρκετός καιρός χωρίς να έχει αγορασεί κάτι για τον εαυτό της. Κοίτα που ο θεός μου έκανε και δώρο σκέφτηκε μα μετά θεώρησε καλύτερο να πιστέψει πως ο θεός δεν είχε καμία σχέση με αυτό και απλά ήταν και λίγο τυχερή μετά από μια δύσκολη μέρα. Αυτός ο καθρεύτης  της έκανε παρέα λες και ήταν ζωντανός. Βαθειά μέσα της είχε ανάγκη όχι μόνο από παρέα , αλλά και από κάποια ένδειξη πως ήταν ακόμη ζωντανή. Η εμφάνιση του καθρεύτη τυχαία στη πόρτα της και της βαλίτσας ήταν ένα αξιομνημόνευτο γεγονός όπως συνήθιζε να λέει και ο συγχωρεμένος ο άντρας της.  Εκείνη τη στιγμή που έκανε αυτές τις σκέψεις και έφερνε τον άντρα της στ θύμηση της κι ήταν κάτι που έκανε πολύ συχνά κάτι μαγικό συνέβει  που την τάραξε αλλά μη μπορώντας να πάρει τα μάτια της από πάνω του . Ο καθρεύτης ζωντάνεψε και άρχισε να δείχνει εκείνη και τον άντρα της  όταν ήταν ακόμα νέοι  , σύντομα μέσα στο πανικό της και τη παγωμάρα της έβλεπε αναμνήσεις από τη ζωή της και επίσης μπορούσε να διακρίνει ξανά τα χρώματα. Ήταν εκείνο το καλοκαίρι που είχαν περάσει στην εξοχή όταν ο ερωτάς τους ήταν ακόμα φρέσκος. Όταν έκαναν πικ-νίκ στο χλωρό γρασίδι και ο Τόμας της απάγγελνε κι από ένα ποίημα μέρα παρά μέρα γιατί μπορεί να ήταν ακόμα και τότε ένας απλός οδηγός τρένου από φτωχή οικογένεια αλλά για εκείνη ήταν ο έρωτάς της ο προσωπικός θαυμαστής της που έγραφε ποιήματα για εκείνη, που της έδειχνε πόσο την αγαπά. Δάκρυα κύλησαν από τα μάτια της Κυρίας  Ροσελύ ,αλλά αυτή τη φορά δάκρυα χαράς κάτι τέτοιο ήταν το σπουδαιότερο δώρο εδώ και τριάμιση χρόνια που είχε πεθάνει ο πολυαγαπημένος της Τόμας. Εκείνη τη νύχτα έμεινε στο κρεβάτι της για ώρες  κοιτάζοντας το καθρεύτη μέχρι που αποκοιμήθηκε στις πιο όμορφές της αναμνήσεις και ακόμα και που ονειρεύτηκε κιόλας τον άντρα της κι είχαν την πιο όμορφη συζήτηση και της είπε πως ήταν καλά και να κάνει υπομονή γιατί σύντομα θα ξαναέσμιγαν. 

Οντέτ (ξενοδοχείο Άστριξ δωμάτιο 217)


Είχα περίπου μια βδομάδα στη πόλη , τελικά δεν ήταν και η καλύτερη επιλογή γιατί ο καιρός δυσκόλευε πολύ τη δουλειά μου. Το κρύο ήταν ανυπόφορο και το χειρότερο ήταν οι βροχές που κράταγαν τον κόσμο κλεισμένο σπίτι του. Αν δεν είχα γνωρίσει τον Αρτούρο και τον Μπόρις ίσως και να βρισκόμουν αλλού , αλλά κάναμε καλή παρέα από την αρχή και η αλήθεια είναι ότι έχω κι εγώ την ανάγκη πλέον να νιώσω ότι κάπου ανήκω ,οι συνεχείς μετακινήσεις πλέον δεν ξέρω κατά πόσο με βοηθούν. Επίσης ίσως ήρθε ο καιρός να βρω μια αληθινή δουλειά και να κάνω μόνιμους φίλους ανθρώπους στους οποίους μπορείς να στηριχτείς. Φαντάζομαι δεν είναι κακό να μπορείς να βασιστείς και σε κάποιον άλλο εκτός από τον εαυτό σου. Η μοναξιά μου πλέον δεν βοηθά σε τίποτα και όλα αυτά τα ταξίδια αρχίζουν και με κάνουν να αισθάνομαι πως περισσότερο αδειάζω παρά γεμίζω. Βέβαια δεν ξέρω κατά πόσο μπορώ να στηριχτώ σε αυτούς τους δυο περίεργους αλλά αν ακούσω το ένστικτό μου μάλλον όλα θα πάνε μια χαρά. Από Δευτέρα εφημερίδα και ψάξιμο για δουλειά αυτό είναι. Τα  τελευταία χρόνια ζω σχεδόν μόνο σε ξενοδοχεία,  φτηνά , απρόσωπα, στεγνά και αδιάφορα. Χρειάζομαι ένα σπίτι, ναι με μία μεγάλη βεράντα να καλώ τους φίλους μου, τους καινούριους μου φίλους ίσως και ένα σκύλο μαύρο κατράμι που θα τον ονομάσω Μποέμη. Η αλήθεια είναι ότι κράτησα τη βαλίτσα πολύ παραπάνω από όσο έπρεπε και αυτό είναι πολύ εγωιστικό από μέρους μου. Ποιος ξέρει πόσοι ακόμα χρειάζονται τη βοήθεια της και τα μαγικά της δώρα. Το δώρο της σε μένα ήταν το βιολί που χρησιμοποιώ για να παίζω στους δρόμους και βγάζω χρήματα τα έξοδα μου. Το μαγικό  είναι πως ποτέ δεν ξέμεινα από λεφτά παίζοντας και στις  χειρότερες καταστάσεις το βιολί φρόντιζε και πάντα μάζευα τα ποσά που ειλικρινά χρειαζόμουν. Όχι δεν πλούτισα κι ούτε το θέλησα ποτέ , δεν είναι δίκαιο, δεν είναι αυτή η χρήση της βαλίτσας. Μακάρι σύντομα να είμαι έτοιμη να την αφήσω να συνεχίσει το δικό της ταξίδι γιατί νομίζω πως τα δικά μου ταξίδια πρέπει να πάρουν τέλος για αρκετό καιρό. Ίσως να αγοράσω ένα άλλο βιολί και να προσπαθήσω να μπω σε μια μουσική σχολή να γεμίσω πτυχία. Να ξεκινήσω και καινούριες γλώσσες και να διαβάσω  όλα τα βιβλία του κόσμου.  Ίσως ήρθε ο καιρός να φτιάξω μια αληθινή ζωή , να σταματήσω επιτέλους να τρέχω, ίσως ήρθε επιτέλους ο καιρός. Κι έχω αρχίσει να συμπαθώ κι αυτούς τους δυο απατεώνες. Είναι καλά παιδιά.  

είσοδος πολυκατοικίας

τούτο το φως που δανείζεσαι χωρίς ντροπή και το οξυγόνο τις λέξεις που άλλοι τόσοι αποθέωσαν εσύ περνάς από τη μηχανή των μηχανών χωρίς αιτί...