Θυσίες

Φτάνοντας
σε ένα τέλος
κλουβί ατόφιο
από χέρια ανθρώπινα

ο χρόνος
είναι πόνος και μαρτύριο
μόνο τότε
υπάρχει

κι οι μνήμες
ξεροσταλιάζουν
σε κάποιο υπέροχο
χρυσό
καλοκαίρι
όπου τα δεσμά του κόσμου
χάσκουν κομμένα
μπροστά στην ομορφιά.
        .μας.


_______________________________


Είμαι άραγε ένα ακυβέρνητο πλοίο
που διαλευκάνει
την απώλεια του έρωτα
σε κάθε ακρογιάλι
που προσκρούει;

είμαι το ναυάγιο
το φάντασμα
που ζητάει κρασί από τα χείλη
κόκκινα παρελθοντικά
ή νοικοκυρεμένα ονειρικά

είμαι η προέκταση της απώλειας
το κινητήριο πλέγμα
που σαμποτάρει τη ψυχή του
                  
                    Ή
         όλα απαρέγκλιτα
         έτειναν τυχαία
          σε ένα τώρα
   κραυγαλέο υπαινιγμό
που διασώθηκε στις αγαπητικές μνήμες
              ποιανών
            -της απώλειας

Σιμονελ

Κεφαλαιο πρωτο


Ο πιο γρηγορος δρομος για να πεθανεις είναι να ζησεις.Το διαβασα
Σε ένα τοιχο ηταν ζωγραφισμενο με σπρει. Σε ένα από τα ονειρα μου,
Που περιπλανιομουν σε μια αδεια πολη,
Όχι ακριβως αδεια,
Παραξενα πλασματα ξεπεταγοντουσαν απτις γωνιες και τα σοκακια
Σερνοντουσαν στον δρομο και τους τοιχους
Τεραστια πουλια πετουσαν από πανω μου
Μαυρα αλλα και πολυχρωμα και η σκια τους μου εφερνε δροσια
Ανηθικες γυναικες
Ζωντανοι ποθοι χειλια ματια στηθη
Λογια που δεν συγκρατω
Σεντονια στα ποδια μου και ηλιος από το παραθυρο ,ξυπνησα από το ονειρο.
Ξυπνησα σε αυτή την πολη που είναι γεματοι από περαστικους
Με ανιατες ασθενειες δυσφορια,δυσκολευομαι στην αναπνοη όταν κοιτω τα μεγαλα
Πλαστικα σου ματια κατω από τον καυτο ηλιο.
Ένα ολοκληρο βραδυ σε ένα τεραστιο κτιριο εγω και πολλοι αλλοι
Με πολυχρωμες κιμωλιες ζωγραφιζαμε τους τοιχους
Μεθυσαμε χορεψαμε αγκαλιαστηκαμε πεσαμε και μετα σηκωθηκαμε
Αλλα  με σεντονια στα ποδια μας και φως από το παραθυρο ,ξυπνησαμε από το ονειρο.
Ο ουρανος ραγισε όταν του πεταξα τις καταρες μου με ένα τοξο που το τραβουσα καιρο τωρα
Αρχισε να ριχνει βροχη
Οι δρομοι γλιστρουσαν επικινδυνα
Τα φωτα τρεμοπαιζαν
Ξεκινησα να βρω εσενα
Αλλα το μονο που καταφερα ηταν να αρπαξω ένα κρυολογημα
Ο πιο γρηγορος τροπος να πεθανεις είναι να ζησεις.
Εψαξα πολύ μεσα στο παλιο μπαουλο
Καπου ειχα κρυψει μια φωτογραφια της ευτυχιας
Κι όταν την βρηκα την επλυνα
Και αυτή ξεθωριασε
Παιξε με τα ματια με την γλωσσα με τα χερια
Χορεψε γρηγορα χορεψε αργα
Ουρλιαξε τραγουδησε
Σωπασε
Βηξε δυνατα
Είναι μεσα στο παιχνιδι
Πιο μεσα και απο το ιδιο το παιχνιδι
Εισαι εσυ
Μην ξεχνας τον εαυτο σου
Εσυ ο θεος με την μαγκουρα χαπια σαλια ορφανοι ουρανοι και χαλασμενα αστρα

Κεφαλαιο δευτερο



Καποιος μου πεταξε ένα γραμμα κατω από την πορτα
Κυριακη μεσημερι θυμαμαι
Λεει πως θα με σκοτωσει
Φοβαμαι
Αραγε ποιος είναι
Μηπως κανει πλακα
Μηπως λεει αληθεια
Ποιον πειραξα
Τι φταιω
Βλεπω τα χρυσα σου μαλλια να καινε κατω από τον μυστηριακο ηλιο
Οι πατημασιες σου στην αμμουδια μυριζουν αγριοκερασο
Οι απαλοι σου ωμοι τοσο ομοια τιναζονται και με προσκαλουν στον χορο
Χρυσοσκονη από τον ουρανο
Τα δακρυσμενα ματια της θεας
Η υγρη ζουγκλα βυθιζεται αργα
Ενας περαστικος θιασος από ανεμελες πεταλουδες
Ο γυναικειος κολπος  αφουγκραζεται τους ψιθυρους μου
Το καλοκαιρι τριβεται πανω σου ιδρωνει
Αλειψτε την ψυχη σας με αλκοολ και μετα πυρποληστε τη με ηδονη
Τι εχεις να χασεις
Την παρθενια
Δεν την ειχες ποτε
Τι εχεις να χασεις
Γιατι δεν τρεχεις μαζι μας
Πανω
Κατω
Αριστερα
Δεξια
Ζαλισμενο κεφαλι γλιστρα και πεφτει
Το φως το μαζευει και το κατασπαραζει με μανια
Τα ματια γινονται χερια τα χερια γινονται ακοντια
Τα ακοντια γινονται λουλουδια
Τα λουλουδια γινονται αστερια
Τα αστερια πεφτουν και γινονται θρυψαλα πανω στη αποτομη θαλασσα
Την ατολμη θαλασσα
Αλλα εσυ εχεις μια απαντηση ξαπλωμενη πανω στα χειλη σου
Ασε με να την γλειψω
Ανωμαλε
Ρουφας τον καπνο τον φυσας και παει ψηλα
Διαλυεται σαν οαση μεσα στη καυτρα της ερημου
Κι υστερα γελαμε σαν  παιδια
Αμολυντα και χλωμα διαβαινοντας μια τεραστια πυλη
Κι εκει μας περιμενουν ολοι οι φιλοι μας ολοι οι εραστες και οι ερωμενες
Ενας στρατος με ασπρα πανεμορφα αλογα καλπαζει
Οι κορες της σεληνης ερχονται στην γιορτη μας
Σαγηνη μα τουτο το δεντρο δεν εχει μηλα για εμας
                                                                                                                                                                    Κεφαλαιο τριτο



Υποτιθεμενοι γραφιαδες μετρανε την ζωη με σκονακια και μουντζουρες
Σπρωχνουν εμας
Ποιους εμας
Στο γκρεμο
Δεν μπορεις να με ακουμπησεις κυριε πολιτσμανε
Δεν μπορεις να με λερωσεις άλλο πια
Η παρεα μου θα σε πιασει ζωντανο και θα σε γαργαλησει μεχρι θανατου
Ειμαστε εκθεματα ομορφιας
Δεν μπορεις να μας αγγιξεις
Δεσμιε
Δεσμιε
Δεσμιε
Κανε διαιτα
Εγω θα αλειψω με σιροπι βυσσινο την ερωμενη μου και θα την γλειφω μεχρι να λιωσει
Μην τρεχεις χαζε θα σκονταψεις και θα κλαις
Φοβητσιαρη
Ακονισαμε τις πετρες μας
Σηκωσαμε ψηλα τις ασπιδες
Ουρλιαξαμε και ενωσαμε τις γροθιες μας και πεταξαμε το μισος μας
Στον ωκεανο
Δεν μπορεις να τα βαλεις με εμας ειμαστε η θαυματουργη μαλακια
Που ρεει απτα πατσακια σου την ωρα που κατουρας σε δημοσιες τουαλετες
Να φοβασαι
Αλλα όχι εμας
Μοναχα την σκια σου
Θα χτισω ένα σπιτι με τα χερια μου
Θα σε παρω μαζι μου
Θα εχουμε μια μωβ αγελαδα και ένα κιτρινο σκυλο
Και θα τρωμε ζελε
Τουτη η χωρα εχει γεμισει κληρικους κι αποκληρους
Ακουσε καλα δεν εχω πολύ χρονο πρεπει να ξυπνησω για δουλεια ακουσε
Η νιοτη φευγει με όλα τα ελαφρυντικα της
Και το μονο που μενει η μπυροκοιλια
Ακουσε καλα
Ο πιο γρηγορος δρομος για να πεθανεις είναι να ζησεις.
Δεν εχεις άλλο περιθωριο
Ουτε χρονο
Ξυπνα
Από υπνο γλυκο και ανοιξε τα ματια ολοι ειμαστε κοντα στο ονειρο
Ολοι ειμαστε κοντα στο ονειρο
Σαν αλμυρα χειλη σαν περισσια αγαπη
Σαν  ανηθικη σιωπη σαν ισορροπια σε ψηλο περβαζι
Τιναξε τα μαλλια σου αναψε το τσιγαρο στο στομα σου
Εισαι ετοιμος για την γιορτη σεληνοποτες ασυμμετρη τελειοτητα

Κεφαλαιο τεταρτο




Το θηριο πισω από το κλουβι
Το θηριο ελευθερο
Οι κλοουν τρεχουν καταπανω του καμικαζι
Τους κατασπαραζει μεσα σε πνιχτα αιματηρα γελια
Το κοινο παγωμενο
Η κυβερνηση διακοπτει το προγραμμα
Δωσε εξετασεις να περασεις σε μια σχολη
Γινε γιατρος δικηγορος επιστημονας
Μια μελισσα πανω στον στημονα του λουλουδιου
Καταπινει ένα κροταλια
Τα βουνα ματωνουν
Τα συννεφα τα μαστιγωνουν με την αστειρευτη χαρη τους
Ποιος ειδε τον Χριστο και δεν τον εβρισε
Τρομοκρατημενα μυρμηγκια σε αχαρη οπισθωχωρηση
Παρασερνουν πολεις
Θραυσματα από τον ηλιο πεφτουν στη γη
Ανθιζουν σκανε σαν μεταξοσκωληκες
Και γεμιζουν σαλια τους δρομους
Ωδη προς το απειρο
Με μια λεξη
Μια ματια
Αναγεννηση
Η ιερεια μαζευει τις σταχτες προσεχτικα από την χτεσινη θυσια
Τις βαζει σε ένα πηλινο δοχειο
Και βαδιζει με χαρη προς τον γκρεμο των στεναγμων
Πριν πεσεις στο πουπουλενιο υποσυνειδητο
Και αποκοιμηθεις στον ηχο των κυματων
Θυμησου
Τις μερες τις ντυμενες με τις υποσχεσεις
Χιλιες νυχτες κατω από τα αστρα προσευχη
Χιλιες νυχτες περιμεναμε για την γιορτη
Και τωρα
Ανοιξε την αγκαλια σου να δεχτεις το καλοκαιρι την ανοιξη
Τον ερωτα και την αγαπη
Δεν προκειται να υπαρξει σωτηρια μοναχα αυτοθυσια
Οι λυκοι ψοφησαν με φολα
Και τα κορακια είναι με το μερος μας
Στασου δεν είναι ονειρο δεν κοιμαμαι ειμαι ξυπνιος
Καταπρασινοι αγροι το προσκεφαλι μας
Και για σεντονι συννεφα κεντημενα στο φως
Ο πολεμος τελειωσε
Ας αρχισει η γιορτη
Ας αρχισει η γιορτη
Ας αρχισει η γιορτη
Ο πολεμος τελειωσε
                                                                                                                                                                  Κεφαλαιο πεμπτο




Αναμονη σε μια αποβαθρα
Το τελευταιο τρενο για αγνωστο προορισμο
Φευγει συντομα
Εχω μαζι τα μπισκοτα της γιαγιας
Γεματα μαγικες δυναμεις
Αναμονη
Πρεπει να παρουμε χορηγια για την γιορτη
Ολο υποσχεσεις
Δεν την θελω καντε ότι θελετε την γιορτη
Βαλτε τη στο μπαλκονι σας να την ποτιζετε
Φευγω
Θα βρω μια άλλη πολη
Χωρις την ανεραστη λογικη της Βιβλου σας
Σιχαθηκα τους φοβους σας και τις ανασφαλειες σας
Η καταθλιψη δεν είναι μοδα
Είναι θρονος που πρεπει να πουλησεις
Στους ματαιοδοξους
Ζητω
Ζητω
Ζητω
Αθυροστομα βρεφη
Ποταπα ρινισματα σιδηρου
Αλκοολ που θρεφει τα κοκαλα
Στα σκουπιδια μπορεις να βρεις αυτό που πεταξε η μανα σου κρυφα
Μια τεραστια εκδικηση
Ζητω
Ποιηση με αντιβακτηριδιακη δραση
Προσχαρος σαν εμετος
Επιφοβος σαν εμμονη ιδεα
Τρομος στα σωθικα τρομος
Το περασμα του χρονου
Τα εκανε όλα σμπαραλια
Τι να πρωτοθυμηθω
Την θλιψη η τη γηρανση του δερματος
Ποσες φωτιες εχουμε σβησει στα τασακια
Φετος δεν πεταξα χαρταετο
Μαλλον στερεψα από ονειρα








Κεφαλαιο εκτο




Ενταση
Ιχνη από παλη
Αιμα
Που είναι οι συνομωσιες της σαρκας
Τα βλεμματα που κρεμοντουσαν από τον γκρεμο
Οι λαθρεπιβατες
Τα τρωκτικα
Οι συνοδοιποροι
Που είναι
Ο πυρετος
Οι λεξεις
Ακαταπαυστα
Σε υποστηριζα
Κι εσυ αποφασισες ξαφνικα
Χωρις να με συμβουλευτεις
Πως πρεπει να αλλαξεις καριερα
Λες και δεν ηξερες
Πως εκεινοι ψοφανε για το αιμα σου
Μοναχα
Πως θα τριγυρισουν στα ονειρα σου
Όχι μονο με καχυποψια και δολο
Αλλα και με αιχμηρα αντικειμενα
Και θα προσφερουν στην ομορφια σου
Μοναχα μια μνημη
Σωπα κοιμησου άλλο λιγο
Σωπα επιτελους
Παψε
Μικρο
Ελεεινο πλασμα
Αργοσυρτη ψαλμωδια
Χριστιανικη χλεπα
Γαμησι του 21ου αιωνα
Στρουθοκαμηλε
Βουλωσε το
Ειμαστε ολοι τροφη για τα θηρια
Μονο αν υψωσεις το υψος σου
Μοναχα τοτε








Κεφαλαιο εβδομο



Το τσιρκο χαθηκε
Μεσα στη στοματικη κοιλοτητα του οριζοντα
Οι ακροβατες σταλθηκαν στη σεληνη
Οι κλοουν γιναν πλαστικοι χειρουργοι
Ως καταναλωτης θελω να ξερω τι αγοραζω
Ουρες  στο κρεοπωλειο
Ενας δεινοσαυρος που λεγεται ταμειο
Κι η ουρα του εκτεινεται
Από τη φαγουρα της δεσποινιδος μεχρι τους ακαταλαβιστικους συνειρμους ενός ουρακοταγκου
Δεν μπορω χωρις μουσικη
Δεν μπορω
Ολοι οι ξεκουρδιστοι αυτοπτες μρτυρες των προσφατων δεκαετιων
Να γραντζουνανε τις νυχτες τα μεσημερια τα απογεματα
Στις στεγες των σπιτιων στο ασανσερ
Παρατηρησε σαν εργο τεχνης
Το στρωμενο κρεβατι από τα χερια της μανας
Μεσα στο μετρο με ένα κομματι βιβλιο
Μισανοιχτο
Κι οι λεξεις τυπωμενες πανω σε άλλες λεξεις
Λογω της ταχυτητας
Κανενα νοημα
Τα ρουχα δεν στεγνωνουν από την υγρασια
Ανεμιζουν πανηγυρικα στροβιλιζονται οι κλωστες
Το παιχνιδι αρχιζει
Διαλεξε με αρχηγε διαλεξε με
Θελω και εγω να παιξω
Περιμενω το λεωφορειο
Κι η οσμη της πολης
Χαρακτηριστικα αντικοινωνικη
Αποχαυνωμενοι μπροστα στα ψηφιακα τοπια
Ανυπομονωντας τον καιρο που θα χωραμε μεσα στις μπριζες
Ακυβερνητα υποβρυχια στις μπανιερες
Κι ασπροι τοιχοι με τη μονωση της υποταγης
Τα πλακακια του μπανιου είναι τοσο γαληνια
Εχω την εντυπωση  πως εισαι φτιαγμενη μοναχα από περιτυλιγματα










Κεφαλαιο ογδοο




Βρηκα έναν ιπποκαμπο
Σε ένα μπαρ
Λιωμα
Στα ματια του η μικροαστικη θλιψη
Τον ρωτησα αν ξερει να μου πει
Πως λεγεται στη γλωσσα του η θαλασσα
Μα δεν θυμοταν
Μου εδωσε κρυφα ένα κοχυλι
Βγαλε ακρη μου πε και σηκωθηκε να φυγει
Ηταν λιγο αγενης
Ηταν ενας στρατηγος που λεγοταν τιραμισου
Κι ενας συνταγματαρχης που λεγοταν τρουφα
Κι ενας πολιτικος αρχηγος εν ονοματι σαντιγυ
Κι εμεις μεσα στην ιχνη  σοβαροτητα του λογου τους
Πιστεψαμε πως η πραγματικοτητα εκρυγνηται από μονη της
Και τα θραυσματα των συννεφων σκοτωνουν αθωους περαστικους
Τα κουκουναρια είναι χειροβομβιδες
Περιμεναμε από μια ξανθια περουκα να μας ορισει την ομορφια
Κι από τις σαλιωδης ρητοριες ενός δημοσιογραφου
Παραταξαμε αμετρητες παραγραφους σκεψεων απεναντι στην ελευθερια μας
Δυο μισα και ένα ολοκληρο
Διαλεξε παρορμητικα
Κι η ακομψη εργατια ροκανιζει το βαθρο της
Ξερω πως όταν κρυωνουν το αριστερο και το δεξι χερι τριβονται
Κι αν ενωσεις σωστα τις παλαμες σαν τα μαρμαρα του παρθενωνα γερα και σταθερα είναι
Το πιο αχρηστο πραμα
Ένα βιβλιο θρησκευτικων
Καμια φορα η κιμωλια σπαει στον πινακα
Κι η εδρα οργισμενος και αυστηρος θεος
Και τοτε ανταλλασονται τα βλεμματα
Και αργει πολύ κεινο το πρωταρχικο βλεμμα λυπης να γινει οργη
Και στα διαλειματα  παραμονευει παντα κινδυνος
Ζουγκλα
Αν επιτηρεις το χαος δασκαλε 
Αν δεν διδασκεις παρα μονο σωφρονιζεις










Κεφαλαιο ενατο




Διαμελιστε  τις επιθυμιες μου
Κανετε τις μικρες
Αναλαμπες του παγωμενου αερα
Απροθυμα καρτερω
Καποια σκια τη νυχτα
Να μου κανει μπου
Για να περασεις από τους γελωτοποιυς πρεπει να μαθεις να χορευεις
Όπως ο ανεμος χορευει το χορταρι
Κι όταν η υγρασια φριχτα σε κανει να πονας
Θυμησου
Τον καιρο που ησουν κι εσυ συννεφο
Ασχολεισου με τα κοινα από συνηθεια
Και ραβε στο στρωμα τιος λεξεις που μετρουν
Ανηλιαγα ματια σε αποσπουν
Κι οι κραδασμοι σε αποτελειωνουν
Μα εσυ συνεχιζεις και στο φευγιο σου
Γινεσαι βραχος που παρασερνει τις αμφιβολιες των αδυναμων
Κατρακυλας 
Με φορα
Ουρλιαζοντας προς τον γκρεμο
Και αιωρεισαι πανω από τη πολη σα προσευχη σε χειλια μεταναστη
Πεθαινουν στα στενα
Στα σκοτεινα απορριματα της λογικης
Κι εσυ καυχεσαι πως πεθαινεις για αγαπη
Κι είναι η ντροπη μανδυας που τον τρωει ο σκορος
Τι σκεφτεσαι ετσι δειλα
Και δεν τολμας να υψωσεις τη φωνη σου
Σα λυκος στη πανσεληνο
Κι ότι από ενστικτο σε εφερε ως εδώ
τωρα σε κανει να φαινεσαι μικρος και γελοιος
αδικο είναι να ματωνεις και να μη  σου προσφερουν ουτε νερο
όχι να χασκογελας στη θυελλα και να ρεμβαζεις ανοητα στιχακια
όχι δεν απετυχες ακομα
απλα από εξοριστος καταντησες ο ζητιανος της πλατειας
μη χολοσκας
σε αυτή σου την καταντια
μονος δεν εισαι το σιγουρο









Κεφαλαιο δεκατο




Αποτοξινωση
Μεταφραζεις τα αποκρυφα ευαγγελια της αλφαβητας
Σε κατακομβες και ασυλα
Ξεκρεμαστος από το τυχαιο και το περιστασιακο
Ξημερωνεις και βραδιαζεις
Με το σιδηρο προσωπειο ενος αλαζονα μαγου
Ποια είναι η τελευταια σκεψη των φυλλων το φθινωπορο
Πρωτου αποκοπουν από το δεντρο
Ποτε ξανα θα βγει το βοτσαλο στην αμμουδια
Εκεινο που πεταξες με οργη στη θαλασσα κεινη τη μερα
Καταχωνιαζεις τις αρρωστιες
Και τη ναυτια σου
Σε ένα ημερολογιο
Σφαδαζεις όταν το ανυποφορο
Ξελυνεται από τους σφιχτους κομπους της υπομονης
Κι αν τυχει και βρεθει μπροστα σου
Η πνιγηρη ομορφια μιας εφορης καλαισθησιας
Βυθιζεσαι
Ριζωνεις αποτυχημενα σε μια ξεφτιλισμενη ελπιδα
Ο αλχημιστης δεν χρειαζεται σωρους
Μα μοναχα τις πρωτες υλες
Κι ετσι ηρεμεις
Μοναχα όταν ζαλιζεσαι
Από τη δινη της συμπονοιας
Της απομακρης κατανοησης ενός περαστικου βλεμματος
Κι είναι η ανοιξη
δυο τρεις συγχορδιες στη σειρα
Αργοσυρτες
Η μαλλον είναι η μοναξια
Που αντανακλα το χαος
















Κεφαλαιο ενδεκατο



Τιποτα σε ανταλλαγμα
Παρα μονο εποχιακες εταιρες
Αιρετικες καταδικες
Να μοιραζεσαι μαρμαρινα μνημεια με αγνωστους
Να ξυπνας σε πρωινα
Γιοματα από ανατολιτικες ευωδιες
Μονιμα κρυμμενος στους κρεμαστους σου κηπους
Μια ζηλευτη πορεια εξω από το χαρτι
Ηδονοβλεψιας της ξηρασιας
Εμπορος μεθυστικων βραδυων
Που σβηνουν στο απειρο
Θα αναβεις το τσιγαρο σου στον πυρηνα της γης
Θα ναι η παρορμηση ορισμος της πραγματικοτητας
Θα κερνας
Τα αγριμια
Με κρασι
Ω βακχε θα συντροφευουν στο τραγουδι
Και  θα κοιτας εκστασσιασμενος τα ταβανια
Βρισκωντας τον πολλοκ στις ρωγμες
Παρατηρωντας τις ερωτικες αταξιες των εντομων
Κι όταν πια θα αρχισεις να ψιλαφιζεις την καινουρια σκονη
Θα φευγεις για άλλους τοπους
Προσχαρους
Και θα ναι τα συντριμια εργα τεχνης
Που θα γεμιζουν ασπρες σελιδες
Και θα φωτιζουν σκοτεινες παρουσιες σε παιδικα δωματια
Θα χεις κερδισει πια
Δεν θα γυρισεις ποτε πισω
Κι ο ερωτας
Ναι ο ερωτας
Θα κατακτα τη θλιψη και την πολη
Σαν παιδικη χορωδια
Αμολυμενη διχως κανονες
Σε όλα τα μηκη και τα πλατη
Των αισθησεων
Σωπασε ανθρωπακο
Εισαι πουλι τωρα πια
Φτιαξε μια φωλια
Να σε κεινο το δεντρο
Ειναι ομορφο πιστευω αρκετα






Κεφαλαιο δωδεκατο





Ο πιο γρηγορος τροπος να πεθανεις είναι να ζησεις
Ο πιο γρηγορος τροπος να πεθανεις είναι να ζησεις
Ο πιο γρηγορος τροπος να πεθανεις είναι να ζησεις
Το παιδι γιγαντας βγαινει για το νουμερο του
Χειροκροτηστε
Ακομα και τωρα
Καμια φορα τρυπωνω στα σκεπασματα
Παραβγαινω με τη σκια μου
Φανταζομαι χωρες και κοσμους και τους δινω το ονομα μου
Αν ειχα μοναχα μαγικες δυναμεις
Φτιαχνω χαρτινες βαρκουλες
Μουντζουρωνω την πολη
Εξεγηρομαι και διεγειρω τις φωνητικες χορδες μου
Απεναντι στους απεσταλμενους του σατανα
Αν σε πετυχαινα στο δημοτικο
Θα σου κανα τη ζωη δυσκολη
Νιωσε τον ρυθμο
Ξεκινουν τα παλαμακια
Υστερα τα κρουστα
Και μετα το πιανο
Σημερα το απογεμα
Ολοι για κρυφτο στη πλατεια
Φυλας στο αγαλμα με τα σφυρηλατημενα παιδια
Κερναω τις μπυρες
Φερε απλα ένα παιδικο χαμογελο
Που είναι η ομορφια
Που ειναι η ομορφια
Που ειναι η ομορφια
Που είναι η ομορφια
Είναι αδικο
Που ειναι η ομορφια
Καταχωνιασμενη σε ένα καπηλειο
Η στην ουλη στο γονατο
Γελαω
Γελαω δυνατα
Γελαω δυνατοτερα
Γελα κι εσυ
Γελα επιτελους με τη καρδια σου
Κοψε τις ανοησιες γερο
Εδώ
από δω και στο εξης κανουμε εμεις κουμαντο



Σημειωση : δεν υπαρχουν τονοι γιατι ηταν φτωχη η παραγωγη, επισης ο πραγματικος τιτλος ειναι ο αγγλικος. ο τιτλος Σιμονελ ηλθε υστερα απο πιεση του εκδοτη πως η εστατ των ελληνικων γραμματων δεν γουσταρει τα αγγλικα. Κυκλοφορει στο τευχος του περιοδικου Οδός Πανός με αφιερωμα στον Καρολο Μπωντλαιρ.

Το ημερολόγιο των χαμένων ημερών

  
        Ήταν προφανές στον καθρέφτη πίσω από το σκονισμένο σεντόνι πως οι ώρες περνούσαν σαν σύννεφα και γλιστρούσαν σε κάποιο ουρανό. Τα κλειδιά είχαν πέσει μέσα στη χαραμάδα δίπλα από το κρεβάτι, στο ξύλινο πάτωμα που τα βήματα το έκαναν κάθε τόσο να τρίζει. Μια κλωστή είχε απλωθεί στο δωμάτιο, στο διπλανό δωμάτιο, όχι σε αυτό που δεν βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή. Ένα από τα δωμάτια του σπιτιού. Υποθέτω πως μια στιγμή που ξεχάστηκα εντελώς ανοίγοντας το τρίτο βιβλίο από το τέταρτο ράφι αριστερά οι λέξεις αποκόπηκαν από τις σελίδες και άτακτα βάλθηκαν να στοιχίζονται προσπαθώντας να εννοήσουν αυτό που είχε απελευθερωθεί.  Περπάτησα πάνω σε κάθε σκαλί του πιάνου ανάμεσα από τεχνητές σιωπές και άδοξες μελωδίες. Θυμάμαι πως στο τελευταίο σκαλί χοροπήδησα, πέφτοντας κάπως άγαρμπα πάνω στον δεξιό αστράγαλο μου. Τι ατυχία συλλογίστηκα, και να φανταστείς πως η ώρα ήταν δέκα και πενήντα τρία ακριβώς. Τότε ήταν που χτύπησε το κουδούνι, όχι τότε ακριβώς αλλά σχετικά τότε, και ήρθαν οι πρώτες αφίξεις των προσκεκλημένων. Ήταν η κυρία με τα πανέμορφα χέρια που κανείς δεν έπρεπε να βλέπει παρά μόνο η ίδια, με μια χρυσή μα λεπτή αλυσίδα έσερνε από πίσω της τη μύτη του Γκογκόλ, και κρατώντας ένα τεράστιο κορμό βελανιδιάς από πίσω τους ήταν ο Αλέξανδρος που μένει στο δάσος και δεν φοβάται τίποτα. Μετά από λίγο κατέφθασε μια συνοδεία από ερασιτέχνες μάγους που ο καθένας κρατούσε και μια γυάλα με ένα χρυσόψαρο. Σιγά σιγά άρχισα να βγάζω τα πιατάκια και τις κούπες του τσαγιού, τις τσαγιέρες και τα κουταλάκια, η μύτη έκατσε δίπλα στο αναμμένο τζάκι και άνοιξε το βιβλίο της, με τίτλο Η ασυναρτησία μιας προηγμένης τεχνολογίας. Ο κύκλος των υπερρεαλιστών αρνήθηκε να παρευρεθεί  με την παρουσία του και γι’ αυτό το λόγο παρευρέθηκε με την απουσία του αφού έστειλε ένα μπουκέτο από νεκρούς ροφούς με χρυσόσκονη στα μάτια. Το πάρτι άναψε για τα καλά όταν το σπίτι βάλθηκε να χορεύει και ο Ιάπωνας Μισίμα έμπλεξε σε ένα τρομαχτικό καμβά με τη μπέρτα του Έντγκαρ Άλαν Πόε. Μια διακριτική κοπέλα με δυο καπέλα και πράσινα χέρια άρχισε να ζωγραφίζει τον ήδη ζωγραφισμένο τοίχο από τον κορυφαίο νομπελίστα Σαρτρ. Ο Σαρτρ δεν ξέρει να ζωγραφίζει, παρά μόνο κάθεται και πλέκει  μόνος και αξιολύπητος ψυθίρισε η μύτη . Κι όλοι μα όλοι έσκασαν στα γέλια. Εγώ που χρόνια τώρα είχα φύγει από το πάρτυ και έκανα κουπί για να διασχίσω κατά μήκος ένα ποτάμι τα θυμάμαι όλα αυτά γιατί δεν έχουν σημασία. Είναι δύσκολο να κουμαντάρεις ποταμόπλοιο έλεγε σαν να το θυμάμαι τώρα ένας φίλος που έφαγε τη ζωή του ένα βράδυ σε κάποιο άλλο ποτάμι. Οι τσέπες μου άρχισαν να ψάχνουν τα χέρια μου, η ζέστη αφόρητη σαν καταιγισμός από ευερέθιστες συλλαβές που με μίσος για τα αυτιά μου ελευθερωνόντουσαν από ήρεμα μυαλά που χρησιμοποιούσαν τα χείλη τους εντελώς αντίθετα προς την καλαισθησία των ήχων, έτσι όπως τείνω να απολαμβάνω ή τουλάχιστον να αντιλαμβάνομαι, με απαλά αηδιαστική τονικότητα. Τέλος πάντων αυτό που έπρεπε να πω ήταν πως ο καιρός, ο καιρός των ζητιάνων, των ξεκούρδιστων ψυχών, εθελοτυφλίας, της συμβατικής μείζονος λα, των γάμων, των χεριών που αγαπιούνται, των ανθρώπων που ψεύδονται, των ματιών που κουβαλούν τα σώματα, των ξένων επενδυτών,  τις καραμέλες, χρώματα που στριφογυρίζουν, ξέρεις, ανεμοδαρμένα ύψη, κάγκελα σκουριασμένα, ίδια, λέξεις που σημαίνουν έρωτα, πριονίδια στα ρούχα, αγέλες, σύμπαντα που εναρμονίζονται στιγμιαία και διασπούνται αναίμακτα, τείχη, παράθυρα στα τείχη, δωμάτια πίσω από τα παράθυρα στα τείχη, άνθρωποι μόνοι στα δωμάτια πίσω από τα παράθυρα στα τείχη, κι εγώ σκηνοθετώ το κενό και φέρομαι. Αν ήτανε να ονειρευτώ θα διάλεγα ξανά εμάς κάθετα στις ράγες του χρονικού των εξαίσιων νυκτών που βάλθηκαν να συνωμοτήσουν για μια σπουδαία αφαίρεση. Τα κορδόνια από τα καφέ μου μποτάκια διαφωνούν με όλη τους τη μάλλινη ψυχή. Ο άσπρος γάτος, η άσπρη κλωστή, το άσπρο χιόνι διαφωνούν κι αυτά. Το μόνο που συμφωνεί είναι το σίγμα το τελικό. Ναι, το σίγμα το τελικό είναι σύμφωνο. (ς ) Κι άλλη μια νύχτα από αυτή τη πλευρά του ημισφαίριου μας κρατά σφιχτά στη πλάνη της λέγοντας μας παραμύθια. Κι οι λυχνίες τρεμοπαίζουν σα παιδικά γέλια. Οι λέξεις λιγοστεύουν , οι έννοιες προκαλούν, σκαρφαλώνω στο πιο ψηλό σημείο της πόλης για να είμαι μόνος μου. Τι τραγικό! Άλλη μια φορά που από φυσικής πλευράς κατευθύνομαι προς τα πάνω σου κι εσύ συνεχίζεις να υπάγεσαι στους δικούς σου νόμους. Θεσπέσιες κωδωνοκρουσίες και βλέμματα νυσταλέα ανεγείρουν το θάνατο των ενστίκτων. Όλα τα πλανεμένα πλάσματα που ξεφεύγουν κάθε τόσο από το χαμό. Τα αγαπώ κι όλες τις αποστάσεις συγκεντρώνω στο σημείο αυτό.

είσοδος πολυκατοικίας

τούτο το φως που δανείζεσαι χωρίς ντροπή και το οξυγόνο τις λέξεις που άλλοι τόσοι αποθέωσαν εσύ περνάς από τη μηχανή των μηχανών χωρίς αιτί...