ντιουν

-Ανασυνταχτήτε! φώναξε η κόκκινη φωνή.
Καμιά απάντηση. Καμιά προέλευση.
Σκόρπιες φλούδες.

The highway

Someone shut the door.An engine started. This lovely evening was disturbed by attitudes. The speed limit in this city is 50 miles per hour. Cars run faster. There was an elephant behind the bars asking for his evening snack. Paul picked up the phone and dialed a number. On the other side of the line Marlene listened very closely. Two cars parked outside her house but suddenly everything's was too quiet. Paul hang the phone and ran to his car. What was about to take place was a cruel iccident, and now after it's end, is taken care of from the police.

Paul died after 2 days, founded dead inside his car far past route 62 in the desert. They didn't find his boots nor the golden key, which the cops  knew nothing about.

Slick Billy Joel was at his office reading his morning newspaper while drinking his coffee. In the room was also Lasso Krieg who explained to his boss how he failed to find the golden key. Slick Billy Joel didn't raise an eye, focused in his newspaper. But when Lasso Krieg finished his talking, he opened a draw took out a gun and left it in the desk.
- You know mr. Krieg what type of gun is this?
- Sure sir! It's your old colt.
Then Slick Billy looked him in the eyes and pointed his kneecap.
- Well let's see how it's working shall we?and shooted Lasso who his face turned red but didn't make a noise untill Preston and Gary came in and dragged him to the doctor.

After three months one fine morning where the weather was cold like hell Jack Murray was taking his first steps outside the federal prison of Chino. Noone was there to pick him up, so he started walking untill a passing car took him to the train station. There he opened his locker number 44 and took out 10,000 dollars in a blue bag a gun and the golden key. He knew very well what was needed too be done.

μηδέννή



Ακριβώς στο τίναγμα του σεντονιού ένα πουλί ήρθε κι έκατσε στο κάγκελο. Ο Παντελής φτερνίστηκε κι έψαξε για τσιγάρο. Η Αθήνα φαινόταν σα μια χούφτα χώμα με ταράτσες. Η Μίνα ήταν άνετη στη ξαπλώστρα έτοιμη να κοιμηθεί, ξαφνικά όμως μουρμούρισε κάτι. Ο Παντελής έστριψε ακόμα ένα τσιγάρο και της το έδωσε. Εκείνη ξαπλωμένη με τα γυαλια της να κρέμονται από το πρόσωπο της το άναψε βήχωντας κι ύστερα ανασηκώθηκε. Ήταν ακόμα Άνοιξη κι είχαν χώσει τα κεφάλια τους κάτω από τον ουρανό. Στο δάπεδο της ταράτσας δίπλα στις ξαπλώστρες ήταν πεταμένα τρία βιβλία.

- Δεν θα ταν σπουδαίο να είμασταν σχεδιαστές συννέφων.

Η Μίνα δεν απάντησε. Ρούφηξε μοναχά μια γουλιά φραπέ και μάζεψε τα μαλλιά της. Έκατσαν εκει για άλλο ενα μισάωρο και κατέβηκαν στη πλατεία, είχε αρχίσει ήδη να σουρουπώνει.

Τανγκό στο Χάρλεμ

Θυμάμαι, το πάτωμα ήταν ξύλινο και το ταβάνι. Τα βιβλία ξεγελούσαν από μακριά.
Κι όλες οι συνταγές των τυφλών,
ήταν γραμμένες
και σβήνονταν αιώνια με επιστροφή.

εκκεντριδών νυχτών

Από τις άκρες ως τα γυμνά της πόδια πάνω στο σεντόνι, όλοκληρη η μέρα, κρεμόταν απ το παράθυρο. Κι αυτό το συρμάτινο ποδήλατο πάνω στο ράφι γυάλιζε στο χορό της κουρτίνας. Κι εμείς είχαμε ξυπνήσει τυχαία τούτη τη μέρα και δρασκελίζαμε στο σπίτι με ριξιές από υφάσματα και οφθαλμαπάτες στον πρωινό καπνό.

                                                        Άνοιξες εκείνο το πλατύ βιβλίο με τους μεγάλους σβέρκους των βυθών και τα υπόγεια χρώματα, και με τα λεπτά σου δάχτυλα μου έδειχνες τις χθεσινές σου βόλτες.
Ποτέ σου δεν διάλεγες κοσμήματα, εκείνη τη μέρα όμως είχες περασμένο ένα δαχτυλίδι λες και το κέρδισες στο όνειρο. Μέχρι την ώρα του φαγητού είχε εξαφανιστεί.

Κοιτώντας τη θαλάσσα, κάθε στιγμή βλέπεις τη θάλασσα. Το πρόσωπο δεν πρέπει να αναγνωριστει. Το καλύπτουν τα σύννεφα. Με επιστολές γραμμένες με μπλε στυλό, σου έγραφα κάθε βράδυ. Τώρα είμαι εδώ.

Οι μαρτυρίες των αγράμματων ένα

Ο Γκονίγ και ο Μπρατάλ έτρεξαν σαν τα ποντίκια και κρύφτηκαν κάτω από τη γέφυρα. Η ημέρα ήταν η εικοσιοστή δεύτερη του Νοέμβρη και το φεγγάρι φεγγοβολούσε το ποταμό λίγο μετά τις δώδεκα.
Ο Γκονίγ άναψε ένα σπίρτο μπροστά στο πρόσωπο του, κι έμεινε να το κοιτά μέχρι να σβήσει.
Ο Μπρατάλ με την πλάτη στον τοίχο σφύριζε σιγανά ένα σκοπό, ψυθίρησε πως η επανάσταση είναι ένα χέρι κουλό που μόλις απλώσεις το δικό σου να κάνεις χειραψία εκείνο ξεκολλάει και πέφτει στο πάτωμα. Και ο Γκονίγ ρώτησε για ποιο χέρι μιλάς της επανάστασης ή το δικό σου; Το δικό μου απάντησε, σαπίζει και κουλένεται αμέσως από τη ματαιοδοξία της εξουσίας. Πως μπορείς να ξεγελάσεις το ποτάμι Γκονίγ χωρίς να συνεχίσεις κι εσύ προς το χαμό. Σε λίγο ακούστηκαν οι μπότες της περιπόλου να βαράνε πάνω από τη γέφυρα. Έκαναν τσιμουδιά κι όταν πια έφτασαν στην άλλη άκρη ο Μπρατάλ δεν άντεξε και έριξε ένα ουρλιαχτό σαν του λύκου. Τότε έτρεξαν ξανά σα μανιασμένοι μέσα στις στοές ώσπου βγήκαν σε ένα σκοτεινό στενό πίσω από το καπηλειό Un de Troi
του Μπολσεβίρ. Μπήκαν σα στοιχειά με κόκκινα μάτια πειραγμένα από την εσωτερική τους ανταρσία. Πέταξαν ένα κέρμα στο πάγκο και ο Τότεν τους σέρβιρε δυο κονιάκ. Αμέσως έβγαλαν κι οι δυο τα σημειωματάρια τους και πίνωντας και κοιτώντας τους θαμώνες πάσχισαν να κάνουν μουντζούρες στα χαρτιά.

Βλέπω ένα τόπο στο πόδι μου που με μυρίζει σα σκυλί κι ύστερα μου γαβγίζει κι εγώ που δεν έχω που να πάω αρνιέμαι να χαιδέψω το γυρτό του αυτί σάμπως και ακούσει το μυστικό μου.
Είμαι ένας νεκρός που περιφέρεται παράνομα μέσα στη γη των αιώνια νεκρών,
όμως εγώ θα ξεφύγω θα σαμποτάρω το μεγαλεπίβολο θάνατο, μαζί μου θα τον κάνω να μεθύσει να τραγούδησει να κλάψει. Μπρατάλ

Είμαι ένα χέρι το χέρι του Μπρατάλ εγώ το χέρι κάποιου άλλου θα αποκοπώ και θα ξεχειμωνιάσω στη τρέλα να καταλάβω επιτέλους πως τρίζει το ξύλο στη σιωπή, να κάψω το μουστάκι μου να κατουρήσω στο ποτήρι μου το αντικείμενο όπως το χέρι του άλλου να αποδείξω πως έχει μια τροχιά γαλαξιακή που γραντζουνάει τις χορδές τις φαντασίας μου. Να συμπεριλάβω όλα τα ονόματα στις αναμνήσεις μου. Να ξεθάψω όλα τα κόκαλα να τα πετάξω να τα κυνηγήσω μέσα στις ηλίθιες νύχτες που μαρτυράνε την ένδοξη χαρά της ανθρώπινης γελιότητας.Γκονίγ


Οι άνθρωποι συζητάνε, μιλάνε μεταξύ τους εκφράζουν με λόγια τις σκέψεις τους, μερικές φορές καταφέρνουν να επικοινωνήσουν κιόλας, όχι απλά να αυταποδικτούν, να αποδείξουν σε βάρος του χρόνου κάποιου άλλου την ύπαρξη τους.
Φαινομενικά όλα μπορούν να φανούν σαν μέρος της πραγματικότητας.
όμως η πραγματικότητα είναι φυσική, ενώ εμείς όχι.
Αν μπορούσα να σχεδιάσω ένα κόσμο, πως θα μπορούσες να υπάρξεις εσύ.
Αφού δεν σε γνωρίζω.
Το σύνολο μας, συντηρεί το σύνολο σου.


Εκεί κείτονταν σιωπηλοί, στα σφαλιστά βλέφαρα τους κεντούσε η νύχτα με κλωστές καινούρια φορέματα.οι παλάμες τους ανοιχτές, τα δάχτυλα χτυπούσαν στο ρυθμό της αιωνιότητας.
Η Τεσλίνα με τα λιτά μαλλιά στο μαξιλάρι ξεσκέπαστος λαιμός με μια ελιά πως αναβλύζει η θερμότητα.
Ο Γκονίγ κοιμάται απόψε. Και τα όνειρα είναι ένα τσούρμο αμούστακα παιδιά, μια χορωδία στη πόλη.
Είναι γιορτή, κι είναι όλοι οι τρελοί μαζεμένοι.
Μια πρόταση που δεν θα γραφτεί ποτέ.



Να επωφεληθούμε λοιπόν κι εμείς

Να επωφεληθούμε από τους αριθμούς
να επωφεληθούμε από το νερό
από τις γιορτές των φτωχών
από τις γιορτές των νεκρών
από τις γιορτές των πλουσίων

Να επωφεληθούμε από το κάρβουνο
να επωφεληθούμε από το χρυσό
από τα γέλια των μικρών
από το κλάμα των ποιητών
από την ψυχή των ωραίων

Να επωφεληθούμε από το σίδερο
να επωφεληθούμε από τη σκουριά
από το χιόνι στα βουνά
από τα ποτάμια στις πεδιάδες
από τα σύννεφα όλης της γης
να επωφεληθούμε

από τα μακρινά νησιά
από τα καλώδια που κρέμονται
από τους τοίχους με τα καρφιά
από το μελιτζανί χρώμα
από τους επεξηγηματικούς συνδέσμους
από τα πουλιά του παραδείσου

Να επωφεληθούμε από το αίμα
να επωφεληθούμε από τη σάρκα
από τα όργανα των ζωντανών νεκρών
από τα τύμπανα των πολέμων
από τα ξαφνικά μακελειά
από τις βρύσες που ρέουν το τίποτα της λήθης


Να επωφεληθούμε από τη γλώσσα τη παραστατική
να επωφεληθούμε από την πίστη
από τα ρήματα που ξαπρυγνούν μαζί μας
από τις αβυσσαλέες κλίμακες των ύπνων
από τα πενιχρά ψίχουλα της αγάπης


να επωφεληθούμε νηστικοί το αύριο
να επωφεληθούμε άστεγοι τους πύργους
το δέντρο να πληγώνουμε
το δρόμο να περνάμε
το χρόνο να μετράμε

να επωφεληθούμε
λες κι είμαστε εμείς
μια φάρα θεική
κανείς άλλος να μην προλάβει
να επωφεληθούμε κύριοι
η γενιά
της γενιάς του κόσμου
να επωφεληθούμε
από το ματωμένο ξίφος
και το κόκκινο κρασί
και τον κιτρινισμένο χάρτη
από τη δόξα
από όλες τις πανοπλίες
από τις εκκλησίες
από το λαθρεμπόριο της ύπαρξης

τούτο το ποίημα δεν είναι ποίημα
να επωφεληθεί ζητάει
όλη τη ποίηση
ή πόσο μάλλον τα μάτια που κοιτούν την ποίηση να επωφεληθεί.

αδέσποτα

αφέθηκα στις πλάτες των αγγέλων
στο σιγανό μουρμούρισμα των φτερών τους
αφέθηκα
αφαίρεσα το βάρος της μουδιασμένης μου πληγής
με ένα σάλτο κατακόρυφα ακολούθησα την πτώση
κι ανάμεσα στα δάχτυλα μου
αραχνιασμένα σύννεφα τυλίγονται
όμορφη ιεροσυλία
όμορφε παγετέ
υπερασπίσου την άγνοια του κόσμου με το τραγούδι αυτό

κι όπως τα φύλλα αλλάζουν χρώμα
κι οι θάλασσες ατίθασα μεθούν
παιδιά με ψάθινα καπέλα
κόρες και γιοι με τον ήλιο στα μαλλιά
ερωτευτείτε μανιαστείτε
και όσο πιο τρελοί ποζάρετε στον θάνατο
τι είναι η ζωή
χωρίς

ώποιητές

Χρυσανθίζει η γη,
και τη νύχτα
σκίζουν οι γάτες
τα σκουπίδια.

(νύχια)

Κοιμάται ο πατέρας
κοιμάται η μάνα,
και το παιδί αναλογίζει το χαμό
και το παιδί κεντάει τον υμένα

χάος περιγραφή
μιαν αριθμητική
στα κύματα στενάζουνε καημοί
και στα νησιά γδαρμένοι.

τοιχοδιωγμένοι, σάτυροι,
κι εντός ημερών
με πρόκες καρφωμένοι

Α-ηλιακοί
αλλιώς
Φαγιούμ

(σε πέρατα ταγμένοι, χαμένοι; )

είσοδος πολυκατοικίας

τούτο το φως που δανείζεσαι χωρίς ντροπή και το οξυγόνο τις λέξεις που άλλοι τόσοι αποθέωσαν εσύ περνάς από τη μηχανή των μηχανών χωρίς αιτί...