αόρατο

Ο Ριχάρδος ο Β' με πανσέληνο στο βυρσοδεψείο
δυο σελίδες Μπαρίκο σφαγής (Ωκεανός 112-115 σελ.)
η Τζόντι ονειρεύεται
Τον τελευταίο καιρό, δεν είναι ο χρόνος κλεμμένος ;
λες και χαμήλωσε ο ουρανός

κυριακή σελοφάν δευτέρα

Στη άκρη της ταράτσας έχει μια μικρή γούβα, που σήμερα λόγω βροχής ξεχείλισε.
Κι από κει κύλησε μια σταγόνα που έσκασε στην τέντα του πέμπτου ορόφου, κύλησε και μετά έσκασε στην τέντα του τέταρτου ορόφου, μετά κύλησε και έσκασε στην τέντα του τρίτου οροόφου,
με τά κύλησε και έσκασε στην τέντα του δεύτερου ορόφου, μετά κύλησε και έσκασε στην τέντα του πρώτου ορόφου, επιτέλους προσγειώθηκε στο δρόμο. Πάνω στα εκατό χιλιάδες καντήλια.
Ένα καντήλι έσβησε.

Η Ιάννα ανεβαίνει το στενό εγω προχωράω κατά μήκος της Πειραιώς.
- Πας Πετράλωνα;
- Ναι.

Και κάπως έτσι συνεχίσαμε το δρόμο μαζί μιλώντας.
Εγώ είχα τελείωσει την παράσταση κι εκείνη είχε πάει σε μια παράσταση.


- Είσαι ερωτευμένος ρωτάει.
- ΄Οχι απαντώ. Ήμουν, προσπαθώ να συνέλθω.


Η παράσταση που παρακολούθησε βασιζόταν σε κάποια ποιήματα του Ρεμπώ.

Το αγόρι έμεινε μονο σπίτι. Όταν βαρέθηκε, βγήκε έξω.
Περπάτησε μέχρι που βρήκε ένα αχτύπητο εισητήριο στο δρόμο.
Μέσα σε ένα λεπτό συνάντησε έναν ηλικειωμένο κύριο και τον ρώτησε προς τα που ήταν ο υπόγειος σταθμός τρένων.
όταν έφτασε στον υπόγειο σταθμό τρένων χτύπησε το εισητήριο του και μπήκε σε ένα βαγόνι.
Η βουή.

όταν πια οι ώρες
τον γέμισαν με φόβο, απόφασισε να γυρίσει.
δεν μπορούσε να θυμηθεί σε ποιον σταθμό μπήκε.
Κοίταξε την ώρα στο εισητήριο.
7.42

Μέσα στη βουή, επέστρεψε πίσω στο χρόνο την ώρα που χτυπούσε το εισητήριο.
Τότε το έδωσε σε κάποιον περαστικό.
Γύρισε σπίτι.
Κοιμήθηκε.

Ό Γιώργος κάποτε έγραψε ένα θεατρικό με βάφλες, μετά από χρόνια παρευρέθηκε στη ταπείνωση και την παράνοια μας.
Ο Γιώργος.

Η ποίηση τροχίζει τον χρόνο, και τον πυρώνει.

Απ' όλους τους ανθρώπους που έχουν μάτια, δεν έχω τίποτα άλλο να πω.



Οι γρίλλιες κοιτούσαν τους περαστικούς στα μάτια

Ο αέρας είχε ένα χρώμα που θυμίζει μοκέτα ξενοδοχείου.
Εκεί καθόμασταν πέρα από τα δύο πρώτα δέντρα, λίγο πιο κάτω είχε ένα παγκάκι.
Εσύ έλεγες πως το τέλος του κόσμου θα είναι περιτύλιγμα δώρου που έλιωσε στα χέρια μας.
Κι εγώ θα ακούω, που και που θα πετάω ατάκες του τύπου.
-Θυμάμαι.

Θα είναι μια ακατανόμαστη σπουδή, χωρίς επίκεντρο.
Λες και περισέψαμε.

Θυμάμαι τα γλυκά αγγίγματα που έπλεαν τα απογέματα.
Θυμάμαι νύχτες αιμοβόρες που κατέληγαν σε πάλες σεντονιών.
Θυμάμαι πως κάποτε πήρε το μάτι μου ένα δρόμο, που ήταν πανέμορφος, κι εγώ τον προσπέρασα.
Σαν κάτι γλάστρες που νομίζεις ότι θα έπρεπε να χωράνε στη παλάμη σου.


Κάποιος ρώτησε, κι αυτή η μνήμη θα ναι πάντα παρελθόν.
Μπορώ;

Οι γρίλλιες κοιτούσαν τους περαστικούς στα μάτια,
κι εμείς ψοφάγαμε στα γέλια.
Μέσα στην ευμάρεια της ταλάντωσης.
Σαν τα σκουλήκια που κρεμάνε τα ρούχα μας.
Τι παγερό φαϊ.
Πόσα κτήνοι να κυνηγούν μαζί πανσέληνο.
Κάπως έτσι διαστέλλονται τα νερά της λίμνης.
και κάποια φορά θα πνιγείς.

λεγκάν



Οι λέξεις είναι κώδικας, εσωτερικός παλμός που σκιαγραφεί πίνακες στο εσωτερικό καμβά του εγκεφάλου.
Σε όλα τα επίπεδα της διαύγειας, εγκαθίσταται η μορφή.
Υπό πολλά πρίσματα, αναλύονται οι επεμβάσεις μας.

οι επεμβάσεις μας: εξήγηση, προσπάθειες του ανθρώπου να ελέγξει το παρόν, να πάρει θέση


Όταν σχολάμε από ωράρια, τίνος ωράριο ακολουθούμε.
Στις εποχές μάταια δεν γερνούμε.
σαν γνέφει αποστρέφουμε


τις διαβαθμίσεις
θέλουνε
εντάξει
θα τις πω

αρχίζουμε

δέκα, τέσσερα, δύο χιλιάδες, δεκατέσσερα

γρέχει,
κι όλα τα σύμβολα
εμφανίζονται αργά

μια μουσική γλώσσα θα εξιστορούσε καλλίτερα
ο΄ταν αφήνεις την αγάπη για το γρυλλισμό

πρωταπριλιά
σε δυο βδομάδες γιεννιέμαι

στη μέση της άνοιξης
τι άλλο να ζητήσεις

να ταν ειλικρινής η φτωχική σκιά που μιλάει
τουλάχιστον να μασταν κι εμείς

είσοδος πολυκατοικίας

τούτο το φως που δανείζεσαι χωρίς ντροπή και το οξυγόνο τις λέξεις που άλλοι τόσοι αποθέωσαν εσύ περνάς από τη μηχανή των μηχανών χωρίς αιτί...