άνετο = δεν ανήκει σε κανένα έτος

λεγεωνάριος
της αφρικής μικρός πεζός
επιβήτορας μικροαστικών τοπίων στο εξώκεντρο,
οι φίλοι κατατοπίζονται τα σώματα στιβάζονται,
αναρωτιέμαι στο μουγκό μου μεδούλι,
με αυτή την ταυτοπροσωπεία των νεκρικών πόρων, που καταλογιζόμαστε μέσα στο χρόνο,
τι αναπνέουμε ;
αποπνέουμε με σιγουριά κουφάρια,
και ξαναμένα στον ήλιο χρυσά σπαρτά που καίγονται.

με μία μικρή θαλπωρή ευρεσιτεχνίας της απομόνωσης,
σε παγερούς μεταναστευτικούς πομπούς ελίσεσσαι.

να ήταν τα τράγια τα βουνά
κορφές ποδάρια κέρατα
να ήταν τα απατηλά, απατηλά ξανά εδώ
ονειροκέρβερα λιαστά πρωινά.
κι ο χρόνος χαλάκι στην εξώπορτα.

καρδαμο

αριστοτεχνικά ξεπερνάμε κάθε βάλσαμο ανυπόφορο σκότος,
κοιτούμε κατάματα τον τυφώνα, κεντράροντας με πεσιμιστική διάθεση την καμπή της διαστρέβλωσης, ξελασπώνουμε την εκκεντρική οφθαλμάτη του ναρκισσισμού,
ξεφυλλίζουμε το διδακτορικό της υπερβατικότητας, σουλατσάρουμε αδύναμοι στο μικροαστικό πλαγιοκόπημα της ρουτίνας, κραυγάζουμε απερίσκεπτα το θάνατο της ταλαιπωρίας,
ακυρώνουμε τη πρόληψη του θαύματος, μαρτυρούμε τη μικρή κλωστή που κρέμεται, στενεύουμε το ακαθόριστο σύνολο των πιθανοτήτων εμπαίζοντας την πτυχή της ομορφιάς που γλιστράει, καρποφορούμε το ασυγκράτητο, τισαθεύουμε το αποπνιχτικό απολίθωμα της φαντασιογώνους καμήλιας,
ευεργετούμε τους τυφλούς από αλάτι ξέμπαρκους,
καλλοπίζουμε τα αγάλματα των νεκροταφικών συνδέσμων του ατμοσυναφιού,
ξεμπλοκάρουμε τα μηχανικά μέλη των νυχτολούλουδων,
ζητιανεύουμε τα υγρά που κοσμούν οι νύχτες και τα αξεσουάρ της μνήμης,
αναστρέφουμε τον καθρέφτη της αποκοπής, ριμάζουμε το πρόσωπο των ανέτοιμων,
κυκλώνουμε το πρωινό ξεφάντωμα της μεμψιμοιρίας,
ανακυκλώνουμε κομμένα δάχτυλα που δείχνουν το βοριά,
πετροβολούμε το τοίχο της απερισκεψίας, καθόμαστε χάμω στα χλωρά γρανάζια της ποταπότητας,
καραδοκούμε στις αισθήσεις που χρονοτριβούνε,
προμοτάρουμε την ανεξιθρησκεία της ταπείνωσης μας,
αναβλύζουμε το κλοιό της φυλακής μας, φιλάμε στο στόμα το απέθαντο θνητό ομοίωμα αντικατοπρισμών των μύθικών πλασμάτων που κατοικούν στο μαξιλάρι,
αναμένουμε, υπομονετικά και μη, ανεξέλεγκτα μέσα σε πιθανή αποτελέσματα φρουδικών μεσοτοιχιών,που κατοικούν τα κτήνη που παρεμβάλουν, παρεμβάλουν, παρεμβάλουν, ψυχικές εντολές αυτοκαταστροφής.
κι όλα αυτά δεν είναι παρά μάταιες λέξεις που φυτρώνουν σε μια σχισμή,
κι όλα αυτά δεν είναι μονάχα σύμπαντα νωχελικά που πλέουν.

εγώ αναρωτιέμαι
δεν είμαι εγώ.

είσοδος πολυκατοικίας

τούτο το φως που δανείζεσαι χωρίς ντροπή και το οξυγόνο τις λέξεις που άλλοι τόσοι αποθέωσαν εσύ περνάς από τη μηχανή των μηχανών χωρίς αιτί...