9/8/18

έσπασε η λαβή του σκοταδιού,
και βρέθηκα εκεί που μαρτυρούνε οι πέτρες.
άνυδρος να χαιρετώ υπομονετικά εις βάρος,
κόβωντας κομμάτι απ' το κρέας μου.

ήσουν εσύ μια εξαφάνιση τάχα μου,
να λούζεσαι πότε στο φως της Αθήνας και πότε του Αιγαίου,
με παλεές αρχές να κυνηγάς και δόρατα αρτεμίσια,
άραγε έρωτα κρατάς ή αρρώστια.

σου γράφω που και που,
με γράμματα αστεία, που κατοικούν στο σαλεμένο μου μυαλό,
ποιοι τρόποι με ξέχασαν, κι αλήθεια,
τι κάνω πάνω σε τούτη τη γη αγνοώ.


να μαι ξανά,
στο μισοξυπνημένο μου βλέμμα, λανθάνω,
ώπα αυγουστιάτικες νύχτες φτωχικές,
φίλοι που άνοιξαν πληγές σε μεσοφόρια, κοιτάτε τα σαστισμένα μάτια μου απόψε. ώπα


να σπάσει η ροή της λήθης το αμάρτημα
να πέσουν οι μάσκες θρύψαλα να γίνουν επιτέλους
να επανέλθει η έννοια
να σβήσει ο παραλογισμός
να ενώσουμε τα χίλια αυτοάνοσα παλινδρομικά μας όνειρα
ροπή προς την απελεύθέρωση με όλα τα λάθη
λάθη ανθρώπινα
λάθη κουβαλάμε
άνθρωποι στους αγώνες τους μικρούς που εκτείνονται χιλιόμετρα κάτω από το δέρμα μας
λεωφόροι, από συλλογισμούς
βία
βία
πολύ βία ρε παιδιά
μας έχουν σπάσει τον τσαμπουκά
με μια μπουκιά
απ 'το μεδούλι μας

κι εσύ στα δάση
και στα γράμματα
κι εγώ σαιζόν ταμείο
να λησμονώ τη θάλασσα

στερητικά

Με αστείρευτη χαρά
κατεβαίνω
τη σκάλα
εκεί περιμένει

έχω ξαναβρεθεί εδώ
έχω γράψει τις ίδιες λέξεις
ίσως ακούσει την ίδια μουσική



Μυστικός χορός

Τα χέρια δεν εκτείνονται τυχαία
δεν καταλήγουν άσκοπα

αστιγμες

Η υγρασία είχε χλωμιάσει το τοπίο, το λεωφορείο κυλούσε στην εθνική, κι εγώ χάζευω τις βουνοκορφές καλλυμένες με ομίχλη. Άκουγα μουσική, ταξίδευα από Λευκάδα Αθήνα, 21 Δεκέμβρη.
Μετά από πολλά χρόνια, έκατσα στη θέση που αναγραφόταν στο εισιτήριο, και ήταν στο μπροστά μέρος του λεωφορείου σχετικά, θέση 11, συνήθως κάθομαι πίσω θέση 30 και μετά. Ευτυχώς δεν είχε πολύ κόσμο και κάθησα μόνος, πολύ σημαντικό όταν ταξιδεύεις με λεωφορείο.

νιντζα

Το βιβλίο.

Νίντζα αγάπη
στο σκοτάδι περιμένει
να σου πετάξει
αστεράκια
στη καρδιά.

Νίντζα κορίτσι
πιάνο παρίσι
σανδάλια
παρταλια

Το Σπίτι των Αναμνήσεων

 Ανάμνηση Πρώτη

Είναι μια φωτογραφία μου μικρός, ίσως πέντε χρονών, στέκομαι στο λιμάνι, φορώντας το μπλε μου μπουφάν, και ο αέρας φυσά τις μπούκλες μου. Έχω μια περίεργη όψη στο πρόσωπο μου, και το χέρι μου εκτείνεται προς κάποια αντίδραση που η μνήμη μου έχει διαγράψει. Είναι χειμώνας, και η θάλασσα είναι μολυβί, λίγα καίκια, και εγώ. Με κοιτάζω, κι είναι σαν να κρατώ αιώνια μέσα  μου, την δυσκολία απέναντι στη ζωή. Σαν να γεννήθηκα μέ ένα βάρος, που δεν θα κατανοήσω ποτέ.

απέχθεια

κανονικός με εκδορές
περιέργος με εντυπώσεις
σωπαίνω γαμώ
κοιτάζω με έκπληξη 
και δακρύζω μετά σε στιγμιαίο φως
δεν θέλω να σβήσω απο το λεξικό μου τις μεγάλες λέξεις
γαμώ
διάολε
έμαθα στις σκιές

σπάζω το κεφάλι μου

 μάλλον φαίνεται πως η παρακμή των αισθημάτων

είναι το αγαπημένο σου φυτό 

και το ποτίζεις με μετριότητα

τίποτα καινούριο

μονάχα ακόμη μια επιβεβαίωση

πως μονάχα με τη χάρη

κανείς δεν περνά την πύλη των ζωντανών

μπορεί να με συγκρίνουν με λεπρό καμιά φορά

αλλα δυστυχία μου εσύ μολύνθηκες πολύ

ακόμα και στην απλούστατη ομορφιά

βάζεις εμπόδιο

να χαίρεσαι 

και να μοιάζεις αλλά να μην είσαι

δυο στιγμες

ενα χαμογελο  θα με ζεστανει για ενα ολοκληρο χειμωνα

θα ταισει το χωριο 

θα βαρεσουν οι καμπανες

και με χρωματα γιορτινα

ο ουρανος θα χαιρετα στην ανηφορα για το σπιτι

με ενα χορο θα ονειρευομαι για εναν ολοκληρο χειμωνα

με λογια γλυκα

με αποκοιμζει το μελλον

μοναχα η ιδεα σου σταθηκε αρκετη

να διωξει τη σκια να διωξει το ψυχος

βγαινω μπροστα

κι ας το κραταω μυστικο

στο ονομα σου αναπνεω


οδοιπορικό Α'

 η αλήθεια έχει μια κομψότητα 

υπερβαίνει τη στιγμή

το χώρο και το χρόνο

δημιουργεί σημεία εξοχές και βουνά

της μνήμης της νοσταλγίας και της θνησιμότητας 

τα σπουδαιότερα κειμήλια 

εφάπτομαι στους πόθους σου 

σαν τη συχνή απειλή μετεωρίτη

μα δεν τους πιάνω ποτέ

κοιτάζω μέσα μου

κι αυτή η πόλη κατέλυσε την τυρρανία της θλίψης

γιορτάζουν στο ονομά μου

που πλέον το λέω με σιγουριά

κι εσένα ψευτιά 

των δακρύων άσπορη γη

αντίο σε 

δεν με ενδιαφέρεις πια

μερικό

έκτοτε τα χρώματα έλουζαν τις πένθιμες μου φράτζες
και τα λιτά τους χέρια εβάραιναν την ύστερη ηδονή
παλμός εκ των εσώτερων γυμνών ερήμων τόπων
της μοναξιάς ευαίσθητοι και παγεροί κρατήρες 

ξαπλωναμε στα αγκαθωτά κρεβάτια της μανίας
μας έβρισκε ενα πρωινο ξένο και ταπεινο
κι όταν εγω σου χόρευα συμπαντικά βαλσάκια
εσύ σε μια γωνιά σκεφτόσουν το φευγιό

πατήσαμε στο πτώμα της λέγωντας το ονομά της
και στα μαλλιά της πλέξαμε κόμπους βασιλικούς
δυο μαγνητάκια άγουρα που τα χορεύει ο χρόνος
άγαπη τι μου έκανες της γύμνιας μου κυρά

σου τραγουδώ παράφορα σου τραγουδώ με πείσμα
στη τέφρα των ονείρων μας στη πέτρα της σπηλιας
χαράζω ένα όνομα και το αίμα μου το σβήνει
ας ήταν να ξημέρωνα  αγνή ψυχή στο κύμα
ας ήταν να ξημέρωνα πλεόυμενο αστέρι
ας ήταν να σε φίλαγα σε μια φωτογραφία ακόμη

ντουκντάμε ανάποδο

η διοίκηση δεν θα μπορέσει να παρευρεθεί στα εγκαίνια του πολέμου

αλλά ευτυχώς είναι ανοιχτά για το κοινό

και θα υπάρχουν πολλές εκπλήξεις και δώρα

iphone και 10 χρονα αγοράκια

υπάρχει online το συμφωνητικό για την είσοδο στα εγκαινία

δεχτείτε τους όρους

αναφέρονται κυρίως στην κατανάλωση και την ακύρωση βασικών δικαιωμάτων

καθημερινά τετριμμένα ζητήματα για τον μέσο άνθρωπο

ελάτε όλοι

ντουκντάμε 

ενηλικίωση απώλεια





 


τα εξοχικά σου μάτια, μια συνταγή από πυρακτωμένες πέτρες του αυγούστου, και αγκάθια από μυστικά μονοπάτια
εκεί που δεν περπάτησα εγώ μαζί σου
εγώ κρατούσα το χέρι του χειμώνα
το καλοκαίρι το χάριζες στους περαστικούς
στα ονειρά μου δηλητήριο της άνοιξης
εποχές και χρόνια στο μέτωπο σου που φιλω πριν κοιμηθώ

να γαμηθούνε οι πεζοί

πάνε χρόνια από την τελευταία φορά που πέταξα στον ύπνο μου

καταρεμένοι τεχνοκράτες σταματήστε να μου ρουφάτε το αίμα

επιθυμώ να πετάξω στα όνειρά μου

από κανάρα σε κανάρα να πετάω

αυτό είναι άλλο

δεν πιάνει πια

άλματα και όνειρα

και αντε γαμηθείτε πεζοί

θυμάμαι τα πάντα

όλες μου οι πράξεις

κι ο αντίκτυπος τους

ηχώ εσωτερική

ο δικός μου ρυθμός

η συχνότητα του γέλιου και του κλάματος μου

είμαι ένα δέντρο και συνάμα ένας χορευτής

πέτρα κι αερικό

πλανεμένος και μάγος

με όλη τη θέληση που απέκρυψα από τον κόσμο

έχω υπάρξει πληγή και μαχαίρι

κοίταξε μέσα στα μάτια μου

θα πνιγείς μαζί μου


ο φόβος μου

ο φόβος με τη νυχτικιά του τριγυρναει στο σκοτεινό σαλόνι
ψάχνει το έπιπλο να κρατηθεί
ψάχνει με την παλάμη του την  επιφάνεια να στηριχθεί
ο φόβος ξύπνησε μέσα στο σκοτάδι
έντρομος

ακόμα το όνειρο σέρνεται στα πόδια του
ακόμα το κρύο ρέει καβάλα στο αίμα του
μια εγγραφή που αρνείται να σβηστεί
ουλή βαθειά συγγενική στο κόκκαλο

ο φόβος είναι πατρικός
μυρίζει το μπαρούτι του εφιάλτη 
από τον ιδρώτα του μεσημεριανού ύπνου
ως τις άυπνες ματιές του ταβανιού
άσκοπο ρολόι

ταξιδεύει αέναα εισχωρεί
ένα θηρίο που λατρεύει τον ύπνο
και τα ουρλιαχτά
διττός καθρέφτης
το σφίξιμο είναι η αγάπη του

μονάχα εξορίζεται από τον χορό
τον τρομάζει γιατί του θυμίζει τη μάνα

τα μάτια μου είναι ακόμα στη θέση τους

 οι λέξεις γέφυρες πάνω από ποτάμια

ποτάμια πάνω από ψάρια

ψάρια πάνω στα μαλλιά

μαλλιά στο σβέρκο 

σβέρκο αμήχανο

συγκρατεί

ένα κεφάλι

κάποιοι βλέπουν μονάχα ένα πρόσωπο

εγώ βλέπω τις σκέψεις σου

γιατί το κενό αντηχεί μέχρι εδώ

βροντές στο σβέρκο στα ψάρια τα ποτάμια

μα δεν υπάρχουν πια γέφυρες

οι λέξεις χαιρετούνε όχθη με όχθη

και πίνουν το ίδιο νερό

αλλά όχι τα ίδια χείλη

είσοδος πολυκατοικίας

τούτο το φως που δανείζεσαι χωρίς ντροπή και το οξυγόνο τις λέξεις που άλλοι τόσοι αποθέωσαν εσύ περνάς από τη μηχανή των μηχανών χωρίς αιτί...