Γιάννης Μιγάδης Λευκάδα Σπίτια

  ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ ΕΝΟΣ MAGNIFICO

Είκοσι άντρες που περνούν μια γέφυρα,
Για να μπουν σ' ένα χωριό,
Είναι είκοσι άντρες που περνούν είκοσι γέφυρες,
Για να μπουν σε είκοσι χωριά,
Ή ένας άντρας
Που περνάει μια γέφυρα για να μπει σ' ένα χωριό.

Αυτό είναι παλιό τραγούδι
Που δεν θα φανερώσει το σκοπό του...

Είκοσι άντρες που περνούν μια γέφυρα,
Για να μπουν σ' ένα χωριό,
Είναι
Είκοσι άντρες που περνούν μια γέφυρα
Για να μπουν σ' ένα χωριό.


Που δεν θα φανερώσει τον σκόπό του
Όμως σαν νόημα είναι σίγουρο...


Οι αρβύλες των ανδρών ηχούν βαριά
Πάνω στις σανίδες της γέφυρας.
Ο πρώτος άσπρος τοίχος του χωριού
Ξεπροβάλλει ανάμεσα στα οπωροφόρα.


Τι ήταν εκείνο που σκεφτόμουν ;
Ώστε το νόημα δραπετεύει.


Ο πρώτος τοίχος του χωριού...
Τα οπωροφόρα...
                                                      
               1918   Από τη ποιητική συλλογή του Wallace Stevens 
                        ''Δεκατρείς τρόποι να κοιτάς ένα κοτσύφι και άλλα ποιήματα ''

Ακάλυπτος

Απλά ένας άνθρωπος, που στέκεται στα δυο του πόδια, πλάτη, καπνίζει σε έναν ακάλυπτο στο κέντρο της Αθήνας. Κοιτάζει πως καθρεφτίζεται ο ουρανός, το κτίριο και το τίποτα στα στάσιμα νερά που στάζουν από τα κλιματιστικά. Αύγουστος λένε πως κυλά στις φλέβες σα νοσταλγία, και πίσω από κάθε ίχνος ανέμου, ανεγείρεται ένας μύθος.

Θέλω να σε κοιτώ, να σε φιλώ. Ηχεί. Ηχώ.

Πετάει το τσιγάρο στο δάπεδο,θα σβήσει μόνο του. Η εικόνα θρυματίζεται στα δυο τις χέρια. Και για τα μάτια της αγωνιά. Κάποιο απόγεμα θα συνοδεύσει πάλι χωρίς προστακτικό μπλεγμένα μαλλιά, ακροδάχτυλα, μια πάχνη από όνειρο σα γλυκοσκοτεινιάζει. Ευκάληπτοι θα κυματίζουνε βουβά, κι ο ορίζοντας θα σβήνει κάτω από τις τέντες. Κι εκείνος πλάτη θα πετάξει το τσιγάρο σε έναν ακάλυπτο στο κέντρο της Αθήνας πίσω από ένα βιβλιοπωλείο, ξενοδοχείο, γεμάτο σελίδες, αριθμημένες ένδοξες ημερολογίου, πλήθους αστροναυτών. Ο χρόνος είναι η αιωνιότητα που πρεπει να ξεπεράσουμε για τη στιγμή.

Θα μιλήσει για όλα τα δωμάτια. Με τέσσερις τοίχους, λευκούς, ένα παράθυρο, μια πόρτα.
Θα μιλήσει για τις διασκορπισμένες λέξεις που ορθώνονται στη νυχτική σιωπή με τις καμπύλες τους χορεύουν στα σκοτάδια κάνοντας τα ξύλινα πατώματα να τρίζουν και στα σεντόνια να ιδρώνουν τα κορμιά. Πως αναλογίζεται το γλυπτό του ύπνου αυτό που ακολουθεί. Πως τιθασεύεις το τίποτα με μια κλωστή. Ρυμουλκούν ναυάγια σε ακρογιαλιές, σμαράγδια ανάκατα με πέτρες, και πως μετρούν στα δάχτυλα φεγγάρια, αναστενάζουν σαν περνούν.

Στέκει ένα χέρι κρατώντας το τσιγάρο σαν ήταν πάντοτε γυρτός προς το τοίχο, σα να μεγάλωσε πάνω του. Πιο γλυκός δρόμος κει που σε πάει το σώμα από μόνο του, χωρίς αποστροφές.

Και πάλι πίσω στα μετάξια που κυλούν απ' τη πλευρά της, που ζωγραφίζουν τα κουρέλια του φωτιά, και δες πως καίνε, δες πως καίνε.

Εκείνη τη στιγμή στον ακάλυπτο ο ίδιος δεν υπάρχει. Αποστασιοποιείται για να ανασάνει και μοιάζει ελπίδα άστρο μες στο κεφάλι του, και πάλι πίσω στη ταμειακή μηχανή, μέσα στα ημερολόγια των αστροναυτών. Στη σκόνη που βουλιάζει τα θηρία, οπλές και τύμπανα νεκρά. Μα δες πως καίει, δες πως καίει.


Odd to Whole vol 1

i saw them gambling their sunsets

behind the road

still laughing to their loss

i saw them holding from a pattern

jigsaw eyes and a family tree

rest their cases long ago


slowly words that curle to sides

empty bottles running free

i saw them screaming ,idiots inside the night

soul equipted flesh and bones

threads and fingures

nights have gone


i saw them primal

the minds are soft

glasses for glasses

their used wear the summer fever

used to climb inside your shame

now we dance

cave people around


time a brochure of ghosts

i haunt

the favourite skin

and when the lips concure the tide

we shall only sleep

είσοδος πολυκατοικίας

τούτο το φως που δανείζεσαι χωρίς ντροπή και το οξυγόνο τις λέξεις που άλλοι τόσοι αποθέωσαν εσύ περνάς από τη μηχανή των μηχανών χωρίς αιτί...