Βροχη



Εξω βρεχει. Εξω εβρεχε τουλαχιστον για μια στιγμη.Εξω η βροχη ακουγοταν στους δρομους.Εξω η βροχη ακουστηκε τουλαχιστον μια στιγμη να πεφτει πανω στο δρομο εξω από το σπιτι μου.Εξω από το σπιτι μου εβρεξε για μια στιγμη που ολες οι σταγονες επεσαν ταυτοχρονα στο μικρο στενο. Στο δρομο του μικρου στενου εξω από το σπιτι συγκεκριμενα κατω από το μπαλκονι του δωματιου μου ακουσα για μια στιγμη τη βροχη. Ακουσα τη βροχη να χτυπα την ασφαλτο του μικρου δρομου κατω από το μπαλκονι του δωματιου μου. Ακουσα μια υποψια βροχης να εμφανιζεται μες στο μυαλο μου τη διαρκεια που εξω από το σπιτι μου εβρεχε, οι δρομοι τριγυρω από το σπιτι μου ειχαν πλημμυρισει. Κανεις περαστικος δεν περασε για ωρα κατω από το δωματιο μου, η βροχη ηταν παντου, εκει εξω,μονο αυτό συνεβαινε.Κι εκει εξω τιποτα αλλο εκτος από τη βροχη, κι εδώ μες στο μυαλο μια υποψια βροχης μια εικονα και μια γευση στα χειλη από μια σταγονα διαπεραστικη στη ψυχη μου, στις αισθησεις μου που μαγνητιστηκαν από το καταιγισμο της βροχης εξω ,από εδώ. Μια γουλια νερο από το ποτηρι που βρισκεται πανω στο γραφειο μου ,μεσα στο δωματιο μου, που το μπαλκονι του βλεπει στο μικρο στενο ,που η βροχη κατακλυζει την ασφαλτο και κανεις περαστικος δεν περασε εδώ και ωρα. Βρεχει στο τασακι μου οπου σβηστο το τσιγαρο μου από τη βροχη παραμενει εκει . Με στεγνα ρουχα από το μπαλκονι μου,που βλεπει στο μικρο στενο , παρατηρω τη βροχη από την οποια προσπαθω να διακρινω εστω και μια σταγονα ,να ξεχωρισω αυτή την υγρη ανεμελια κι όμως η βροχη δεν ξεχωριζεται , δεν διασπαται. Απλωνω το χερι μου, εξω βρεχει , μεσα στο δωματιο απλωνω το χερι μου να βραχει ,κι όμως η γουλια από νερο  στο στομα μου, είναι αρκετη να με κανει να πιστεψω πως ισως η βροχη ειναι εδώ. Εξω βρεχει κι εγω βρισκομαι εξω , μεταφερομαι εξω, στο μπαλκονι κατω από τη τεντα ,στην ακρη του μπαλκονιου, απλωνω το χερι μου απεξω , η βροχη διασπαται πανω στο χερι μου για μια στιγμη και κυλα ξανα πισω στην ολοτητα της. Κρατω το χερι μου εκει στη παγωμενη βροχη αναμεσα στις αδιασπαστες σταγονες βροχης που συνεχιζουν με έναν αδιανοητο ρυθμο να σκαλιζουν την ασφαλτο ,το χερι μου, να διασπονται στο χερι μου για μια στιγμη. Το χερι μου διασπα τη βροχη για μια στιγμη. Μια στιγμη η βροχη διασπα το χερι μου απλωμενο εξω από το μπαλκονι ,που βλεπει στο μικρο στενο οπου κανεις περαστικος ,δεν τολμησε να ανοιξει οποιαδηποτε πορτα  για να περασει κατω από τη βροχη που διασπα το χερι μου. Η βροχη κυλα το μπαλκονι μουσκευει τις καλτσες μου ακουω το παγωμενο νερο που κυνηγα την ολοτητα του στις καλτσες μου. Ακουω τη βροχη πριν πεσει στην ασφαλτο ,παραμενω σε μια φαντασια πως ακουω τη βροχη πριν πεσει στην ασφαλτο. Κι ακουω τη βροχη να πεφτει στην ασφαλτο από κάθε λογης γωνια να κυλα , από κάθε χαραμαδα που γλιστρησε διασπασε ,διασπαστηκε και κινειται στην ολοτητα της. Το διασπασμενο μου χερι σκουπιζεται στο προσωπο μου οση βροχη παρεμεινε πληγμα , αιχμαλωτη της διασπασης παγωμενη ,αραιωνεται πανω  στο δερμα μου, στα ρουχα μου. Εξω από το δωματιο μου στο μπαλκονι που βλεπει στην απεναντι πολυκατοικια στα πεντε μετρα  οπου όλα τα παραθυρα είναι κλειστα. Όλα τα παραθυρα είναι κλειστα , ολες οι πορτες εκτος από το δικο μου παραθυρο είναι κλειστα όλα, για να μπορω εγω  να οσφριζομαι τη βροχη ,να μετραω τη διασπαση της στο παγωμενο δερμα μου , να αναπνεει στη χαμενη ολοτητα της που διασπαστηκε από την πολη με τα σφαλιστα παραθυρα, τα διασπασμενα ακρα, τις υποψιες βροχης και τις παραλογες μουσικες που χαλιναγωγουν τη βροχη μεσα μας. Ακουω εξω τη βροχη. Η βροχη  ακουει εμενα που ακουω τη καρδια μου κολλητα στο στηθος μου που στεγνο παραμενει, κι ακουει τις σκεψεις μου να το αναφερουν ,σαν το στηθος μου. Κι η βροχη που κυλα στην χαμενη ολοτητα της αραγε το αιχμαλωτο της πληγμα πανω στο χερι μου ,στο μπαλκονι μου, θα ρθει μια μερα να ζητησει. Όταν η πολη θα χει καταστραφει κι εγω πρωτος θα χω καταστρεψει τη βροχη τη πολη εμενα, το χερι μου. Το μπαλκονι μου θα αιωρειται ανοητα ,μοναχικα μες στη βροχη που θα ζητει εκδικηση. Εγω θα ζητω εκδικηση. Η βροχη θα διασπα την εκδικηση μου. Η βροχη διασπα την ασφαλτο. Η βροχη διασπα τον σιωπηλο ηχο της ασφαλτου εξω από το δωματιο μου. Η βροχη διασπα την σιωπη μου διασπαται πανω μου κι εγω κινουμαι προς την ολοτητα της.

Sombras el sueno



Εκείνος επισκέπτεται τις ψυχές,
Καβάλα στο δεύτερο άλογο της σιωπής
- Ποιος είναι ο φύλακας των ονείρων σου , ρωτά.

Εκείνος επισκέπτεται τους ετοιμοθάνατους
Στα φτωχικά κελιά τους
Καλύπτει  το πυρετό με ένα νωπό σεντόνι
Και φέρνει τη γαλήνη.

Ψιθυρίζει στο προφανές και το αγκαλιάζει
Με ρίζες
Το προσκαλεί χωρίς ντροπή
Στο πλατύσκαλο
Απ’ όπου όλοι έχουν περάσει.

Για μια στιγμή εκείνος θα αγγίξει
το παντοτινό σου σπόνδυλο
την πόρτα που σου απαγορεύτηκε
θα γεμίσει χαραμάδες.

Κι όσο αναβοσβήνει
Η νύχτα
Κι ο φόβος
Εκείνος είναι που αναπνέει
Εσύ είσαι το άλμα.

Θα  κρατάς τις τύψεις μπουκέτο τριαντάφυλλα
Κοκκινωπά ηλιοβασιλέματα που ξέφυγαν
Τα ετοιμόρροπά σου μάτια πως τιθασεύουν τόσο φως
Είναι η τελειότητα σου λέει
Χάδι πάνω στο έμπλαστρο της πληγής
Κι η εξορία σημάδι των καιρών

Θα απορείς πως μπλέχτηκαν τα πτώματα
Με τ’ άνθη
Το βελούδο πως πιάνεται απ’ τ’ αγκάθι
Και πως τα αστέρια
Δεν βυθίζονται ποτέ

Κι όταν εκείνος θα φύγει
Και θα φιλήσει το άγαλμα
Στο κόμπο του λαιμού

Όλοι σας
Το δικό σας αλάτι
Με χώμα καινούριο
Θάψτε.
Τον φύλακα των ονείρων σας.


Εκτέλεσις

Πρωινό χειμώνα. Το κρεβάτι δεν έχει λαβές παρασύρομαι από το ερμητικό ποτάμι. Αυτό το σώμα μια παραταγμένη πληγή, οχυρό πανωλεθρίας. Κάθε δείκτης μέτρησης επισημάνει το φευγιό. Υπάρχει πόλεμος, είμαι πόλεμος ; Μεθοδικά , αφαιρετικά τάσσομαι σε φυγή. Κανένα καλάμι, αγέρας , ψυχή δεν κατοικεί στην απλωμένη γη μου. Σκιές στις πολυσήμαντες συλλαβές που στριμώχνονται, στην απροσεξία μου. Σβήνεται κάθε θαυμαστικό, η έκπληξη σκορπά τα σωθικά της στο τραπέζι. Αριθμητική νύχτα. Σάλπιγγες κουνούπια μετέωρων καλοκαιριών, υγρασία και μαραμένα στολίδια. Το ταβάνι πάτωμα ξύλα . Πλεκτό οριζόντιο δρεπάνι χέρια. Κουδούνι άηχο βαμβάκι η συνεισφορά.  Τούτο να ποίημα καρέκλα . Σέρνονται.   Σταυρός στο λόφο
                                                      Σταυρός στο λόφο
                                                      Σταυρός στο λόφο 
                                                      Σταυρός στο λόφο
                                                      Σταυρός στο λόφο.
                                                      Σταυρός στο λόφο
                                                      Σταυρός στο λόφο
                                                      Σταυρός στο λόφο
                                                      Σταυρός στο λόφο
Πόδι λυτό στη κατηφόρα, γέννηση ακροαστική , εκτέλεσις, διασπορά αντικειμένων.



Ανάφλεξη δόρατο σκηνή, πλήγμα κέρατο αστρέλη. Επαναφορά  βασιλικός κώδικας.
                                                      Σταυρός στο λόφο
                                                      Σταυρός στο λόφο
                                                      Σταυρός στο λόφο
                                                      Σταυρός στο λόφο
                                                      Σταυρός στο λόφο
                                                      Σταυρός στο λόφο
                                                      Σταυρός στο λόφο
                                                      Σταυρός στο λόφο

Οδηγίες χρήσεως: ενημέρωση ;

Χρήστες
Το μάτι που ακουμπά το βλέφαρο
Δεν περισσεύει όνειρο
Τμήματα
Σαφή
Τόσο μα τόσο θάνατος

                                                      Γιάννης Μιγάδης Λευκάδα Σπίτια

  ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ ΕΝΟΣ MAGNIFICO

Είκοσι άντρες που περνούν μια γέφυρα,
Για να μπουν σ' ένα χωριό,
Είναι είκοσι άντρες που περνούν είκοσι γέφυρες,
Για να μπουν σε είκοσι χωριά,
Ή ένας άντρας
Που περνάει μια γέφυρα για να μπει σ' ένα χωριό.

Αυτό είναι παλιό τραγούδι
Που δεν θα φανερώσει το σκοπό του...

Είκοσι άντρες που περνούν μια γέφυρα,
Για να μπουν σ' ένα χωριό,
Είναι
Είκοσι άντρες που περνούν μια γέφυρα
Για να μπουν σ' ένα χωριό.


Που δεν θα φανερώσει τον σκόπό του
Όμως σαν νόημα είναι σίγουρο...


Οι αρβύλες των ανδρών ηχούν βαριά
Πάνω στις σανίδες της γέφυρας.
Ο πρώτος άσπρος τοίχος του χωριού
Ξεπροβάλλει ανάμεσα στα οπωροφόρα.


Τι ήταν εκείνο που σκεφτόμουν ;
Ώστε το νόημα δραπετεύει.


Ο πρώτος τοίχος του χωριού...
Τα οπωροφόρα...
                                                      
               1918   Από τη ποιητική συλλογή του Wallace Stevens 
                        ''Δεκατρείς τρόποι να κοιτάς ένα κοτσύφι και άλλα ποιήματα ''

Ακάλυπτος

Απλά ένας άνθρωπος, που στέκεται στα δυο του πόδια, πλάτη, καπνίζει σε έναν ακάλυπτο στο κέντρο της Αθήνας. Κοιτάζει πως καθρεφτίζεται ο ουρανός, το κτίριο και το τίποτα στα στάσιμα νερά που στάζουν από τα κλιματιστικά. Αύγουστος λένε πως κυλά στις φλέβες σα νοσταλγία, και πίσω από κάθε ίχνος ανέμου, ανεγείρεται ένας μύθος.

Θέλω να σε κοιτώ, να σε φιλώ. Ηχεί. Ηχώ.

Πετάει το τσιγάρο στο δάπεδο,θα σβήσει μόνο του. Η εικόνα θρυματίζεται στα δυο τις χέρια. Και για τα μάτια της αγωνιά. Κάποιο απόγεμα θα συνοδεύσει πάλι χωρίς προστακτικό μπλεγμένα μαλλιά, ακροδάχτυλα, μια πάχνη από όνειρο σα γλυκοσκοτεινιάζει. Ευκάληπτοι θα κυματίζουνε βουβά, κι ο ορίζοντας θα σβήνει κάτω από τις τέντες. Κι εκείνος πλάτη θα πετάξει το τσιγάρο σε έναν ακάλυπτο στο κέντρο της Αθήνας πίσω από ένα βιβλιοπωλείο, ξενοδοχείο, γεμάτο σελίδες, αριθμημένες ένδοξες ημερολογίου, πλήθους αστροναυτών. Ο χρόνος είναι η αιωνιότητα που πρεπει να ξεπεράσουμε για τη στιγμή.

Θα μιλήσει για όλα τα δωμάτια. Με τέσσερις τοίχους, λευκούς, ένα παράθυρο, μια πόρτα.
Θα μιλήσει για τις διασκορπισμένες λέξεις που ορθώνονται στη νυχτική σιωπή με τις καμπύλες τους χορεύουν στα σκοτάδια κάνοντας τα ξύλινα πατώματα να τρίζουν και στα σεντόνια να ιδρώνουν τα κορμιά. Πως αναλογίζεται το γλυπτό του ύπνου αυτό που ακολουθεί. Πως τιθασεύεις το τίποτα με μια κλωστή. Ρυμουλκούν ναυάγια σε ακρογιαλιές, σμαράγδια ανάκατα με πέτρες, και πως μετρούν στα δάχτυλα φεγγάρια, αναστενάζουν σαν περνούν.

Στέκει ένα χέρι κρατώντας το τσιγάρο σαν ήταν πάντοτε γυρτός προς το τοίχο, σα να μεγάλωσε πάνω του. Πιο γλυκός δρόμος κει που σε πάει το σώμα από μόνο του, χωρίς αποστροφές.

Και πάλι πίσω στα μετάξια που κυλούν απ' τη πλευρά της, που ζωγραφίζουν τα κουρέλια του φωτιά, και δες πως καίνε, δες πως καίνε.

Εκείνη τη στιγμή στον ακάλυπτο ο ίδιος δεν υπάρχει. Αποστασιοποιείται για να ανασάνει και μοιάζει ελπίδα άστρο μες στο κεφάλι του, και πάλι πίσω στη ταμειακή μηχανή, μέσα στα ημερολόγια των αστροναυτών. Στη σκόνη που βουλιάζει τα θηρία, οπλές και τύμπανα νεκρά. Μα δες πως καίει, δες πως καίει.


Odd to Whole vol 1

i saw them gambling their sunsets

behind the road

still laughing to their loss

i saw them holding from a pattern

jigsaw eyes and a family tree

rest their cases long ago


slowly words that curle to sides

empty bottles running free

i saw them screaming ,idiots inside the night

soul equipted flesh and bones

threads and fingures

nights have gone


i saw them primal

the minds are soft

glasses for glasses

their used wear the summer fever

used to climb inside your shame

now we dance

cave people around


time a brochure of ghosts

i haunt

the favourite skin

and when the lips concure the tide

we shall only sleep

Exodus: 17.6.12 second Floor







Exodus: The time considerate was unknown still remains a broken memory. Was it subconsciously taken from a dream, is it a creation of nostalghia? He performs that afternoon again and again or was it a glimpse of dawn petroled from a distant view, ''Where no hand performs touch, there shall be a soul with all its material performing a perfect impression''. There is time passing by like a film, up there on the right. He divides or its divided by its own expression controlling the possibilities, trasforming, the light all been drawn to black, then gives the eye the freedom to exist in an un-enviroment. And finally i see what waits for everything, is everything without everything, up there on the left, the exodus, the perfect creation ''Call all mothers and fathers, tell them we are ready to leave, we shall never see them again ''.

Impressions from Scully's painting exhibition Benaki Museum 17/6/12

Λουίς Θερνούδα

“Γιατί προαισθάνομαι σε τούτη την ανθρώπινη απόσταση
Πόσο δικοί μου θα πρέπει να είναι οι μελλούμενοι άνθρωποι.
Ότι αυτή η μοναξιά θα κατοικηθεί μια μέρα.
Αν και χωρίς εμένα, από καθαρούς συντρόφους σαν κι εσένα.
Αν τη ζωή μου απαρνιέμαι είναι για να τη βρω αργότερα
Σύμφωνα με την επιθυμία μου. στη μνήμη σου.”
Λουίς Θερνούδα. ”Σ’ έναν μελλοντικό ποιητή”

Σκοτεινός θάλαμος





 Νότος


και καθώς η νύχτα απλώνεται
κουρνιάζεις το αποκομμένο σου κεφάλι
στα χέρια της.

και απατηλοί δρασκελισμοί
οι σκέψεις
κυκλώνας του τίποτα,

στροβιλίζουν σεντόνια
αναποδιές της καρδιάς.

αντηχούν και περιοδεύουν
άσπλαχνοι καιροί
κουρέλια απλωμένα στις ταράτσες.

υπνωτισμένοι μες στον ήλιο τραγουδάμε
ώσπου το καλοκαίρι, να μας πάρει η θάλασσα.

είσοδος πολυκατοικίας

τούτο το φως που δανείζεσαι χωρίς ντροπή και το οξυγόνο τις λέξεις που άλλοι τόσοι αποθέωσαν εσύ περνάς από τη μηχανή των μηχανών χωρίς αιτί...