Να ξέρεις πως σε απαρνιέται,
να συνεχίζεις να ξυπνάς,
να την σκέφτεσαι, να έρχεται η σκέψη της απρόσκλητη,
να ερεθίζει τα μάτια σου,
να ανακατώνει τα σωθικά σου.
να έχεις φτιάξει μέσα σου το ωραιότερο ορυκτό,
να το χεις σκαλίσει, να το χεις φωτίσει, να το χεις βάψει, να το χεις τραγουδήσει, να το χεις προσφέρει, κι αυτή να σου γυρίζει μια πέτρα, να στη σφηνώνει στο λαιμό, να σου λέει κατάπιε,
κράτα μέσα σου τη θλίψη και τη στεναχώρια, κράτα μέσα σου την ουσία της πίκρας.
μάθε κι αυτό άνθρωπε.
τώρα είναι αργά να σου λέει, τώρα που έρχεσαι από ψηλά, κοίτα που θα σε πετάξω σε ποιο γκρεμό, σε ποια χαράδρα θα σε αφήσω, να λησμονείς.
να σφαδάζεις στο γέλιο της που ρυθμίζει τον παλμό σου, στις μπούκλες της που ρυθμίζουν την βαρύτητα των βημάτων σου, στα χέρια της που είναι τα χέρια της. τα δικά της.
εκείνη που είναι εκείνη και δεν θέλει να είναι εκείνη πια.
και δεν είναι μονάχα για τον έρωτα, που κυλάει πια σαν νερό από το βουνό, κρυστάλλινο, αιώνιο, είναι για την αγάπη, που σαν πλανήτης έχει τροχιά, δεν γνωρίζει χρόνο, αυτός είναι ο σκοπός του να περιφέρεται γύρω από τον ήλιο, μές στη ζωή.
αλίμονο κι αν ήξερε, αλίμονο αν μάθει.
αν βρει τη μηχανή που κάνει τις λέξεις και τις έννοιες ύλη, αλίμονο αν φαντάζεται τη χαρά που μου δίνει, πόση χαρά δημιουργέ, πόσο τυχερός αισθάνομαι, μέσα στην απώλεια μου, που γνώρισα την αληθινή αγάπη.
το πλάσμα κείνο, είμαι εγώ, κατοικώ μέσα του, όπως κι κείνη, και το ξέρω, το ξέρει, φεύγει γιατί φοβάται να ζήσει.
αλίμονο αν κάνω λάθος και απλώς πια δεν μαγαπά.
και οι εκτάσεις μου μέσα της είναι άσπλαχνες.
πόσα να πω, πως να τα πω.
είναι που δεν αφήνω τον πόνο να με πνίξει στον ύπνο μου, που την ονειρεύομαι κάθε βράδυ.
είναι που σε ένα παράλληλο σημείο είμαστε ακόμα μαζί.
είναι που δεν φαντάζομαι άλλη, παρά εκείνη όπως είναι και εκείνη αποδέχομαι.
να ξέρει πως την δέχομαι όπως είναι. πως την αγαπώ όπως είναι.
πως την θέλω όπως είναι.
πως θέλω αυτή.
αγαπώ αυτή.
κι όχι κάποιο καθρέφτισμα της, κι όχι κάποια εκδοχή της, κάποιο βιβλίο της.
ποιο αρχαίο ξόρκι έθιμο, μπορεί να σταθεί ικανό να αλλάξει τη ροή των πραγμάτων, ποιο δράκο κτήνος πρέπει να σκοτώσω, ποιο δηλητήριο, ποιο χρησμό, πάνω σε τούτη τη γη εκείνη.
κι αν ταξιδεύει να την φυλάς.
κι αν κρύβεται να τη ζεσταίνεις.
κι αν πονάει να της προσφέρεις φροντίδα.
κι αν κοιμάται να την αφουγκράζεσαι.
κι αν φοβάται να την χορεύεις.
κι αν ξεχνάει ας ξεχάσει ούτε γω δεν μπόρεσα να της θυμίσω για που ξεκίνησε, γιατί όταν φτάσαμε εκείνη δεν ήταν εκεί.
δεν μπορώ να κάνω τίποτα πια.
ούτε τα λόγια μου δεν μοιάζουν ικανά να συγκινήσουν.
είναι τέτοιο το μαράζι, που δεν μπορώ ούτε να το μοιραστώ, το κρατάω όλο δικό μου γιατί είναι το τελευταίο της δώρο.
το δικό μου δώρο το κρέμασε στα αυτιά της, το άλλο δώρο, το άφησε, είπε πως δεν με χωρά άλλο πια.
να συνεχίζεις να ξυπνάς,
να την σκέφτεσαι, να έρχεται η σκέψη της απρόσκλητη,
να ερεθίζει τα μάτια σου,
να ανακατώνει τα σωθικά σου.
να έχεις φτιάξει μέσα σου το ωραιότερο ορυκτό,
να το χεις σκαλίσει, να το χεις φωτίσει, να το χεις βάψει, να το χεις τραγουδήσει, να το χεις προσφέρει, κι αυτή να σου γυρίζει μια πέτρα, να στη σφηνώνει στο λαιμό, να σου λέει κατάπιε,
κράτα μέσα σου τη θλίψη και τη στεναχώρια, κράτα μέσα σου την ουσία της πίκρας.
μάθε κι αυτό άνθρωπε.
τώρα είναι αργά να σου λέει, τώρα που έρχεσαι από ψηλά, κοίτα που θα σε πετάξω σε ποιο γκρεμό, σε ποια χαράδρα θα σε αφήσω, να λησμονείς.
να σφαδάζεις στο γέλιο της που ρυθμίζει τον παλμό σου, στις μπούκλες της που ρυθμίζουν την βαρύτητα των βημάτων σου, στα χέρια της που είναι τα χέρια της. τα δικά της.
εκείνη που είναι εκείνη και δεν θέλει να είναι εκείνη πια.
και δεν είναι μονάχα για τον έρωτα, που κυλάει πια σαν νερό από το βουνό, κρυστάλλινο, αιώνιο, είναι για την αγάπη, που σαν πλανήτης έχει τροχιά, δεν γνωρίζει χρόνο, αυτός είναι ο σκοπός του να περιφέρεται γύρω από τον ήλιο, μές στη ζωή.
αλίμονο κι αν ήξερε, αλίμονο αν μάθει.
αν βρει τη μηχανή που κάνει τις λέξεις και τις έννοιες ύλη, αλίμονο αν φαντάζεται τη χαρά που μου δίνει, πόση χαρά δημιουργέ, πόσο τυχερός αισθάνομαι, μέσα στην απώλεια μου, που γνώρισα την αληθινή αγάπη.
το πλάσμα κείνο, είμαι εγώ, κατοικώ μέσα του, όπως κι κείνη, και το ξέρω, το ξέρει, φεύγει γιατί φοβάται να ζήσει.
αλίμονο αν κάνω λάθος και απλώς πια δεν μαγαπά.
και οι εκτάσεις μου μέσα της είναι άσπλαχνες.
πόσα να πω, πως να τα πω.
είναι που δεν αφήνω τον πόνο να με πνίξει στον ύπνο μου, που την ονειρεύομαι κάθε βράδυ.
είναι που σε ένα παράλληλο σημείο είμαστε ακόμα μαζί.
είναι που δεν φαντάζομαι άλλη, παρά εκείνη όπως είναι και εκείνη αποδέχομαι.
να ξέρει πως την δέχομαι όπως είναι. πως την αγαπώ όπως είναι.
πως την θέλω όπως είναι.
πως θέλω αυτή.
αγαπώ αυτή.
κι όχι κάποιο καθρέφτισμα της, κι όχι κάποια εκδοχή της, κάποιο βιβλίο της.
ποιο αρχαίο ξόρκι έθιμο, μπορεί να σταθεί ικανό να αλλάξει τη ροή των πραγμάτων, ποιο δράκο κτήνος πρέπει να σκοτώσω, ποιο δηλητήριο, ποιο χρησμό, πάνω σε τούτη τη γη εκείνη.
κι αν ταξιδεύει να την φυλάς.
κι αν κρύβεται να τη ζεσταίνεις.
κι αν πονάει να της προσφέρεις φροντίδα.
κι αν κοιμάται να την αφουγκράζεσαι.
κι αν φοβάται να την χορεύεις.
κι αν ξεχνάει ας ξεχάσει ούτε γω δεν μπόρεσα να της θυμίσω για που ξεκίνησε, γιατί όταν φτάσαμε εκείνη δεν ήταν εκεί.
δεν μπορώ να κάνω τίποτα πια.
ούτε τα λόγια μου δεν μοιάζουν ικανά να συγκινήσουν.
είναι τέτοιο το μαράζι, που δεν μπορώ ούτε να το μοιραστώ, το κρατάω όλο δικό μου γιατί είναι το τελευταίο της δώρο.
το δικό μου δώρο το κρέμασε στα αυτιά της, το άλλο δώρο, το άφησε, είπε πως δεν με χωρά άλλο πια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου