Ο Φάρος/ Ιούλιος


                                                                 Ο Φάρος/ Ιούλιος
                  3/7/11-16/7/12

   
  
    O κύριος Νόρτον καθόταν στη κορυφή του βράχου, μελαγχολικός, το βλέμμα του ήταν σκορπισμένο στα σύννεφα και τον τεντωμένο ουρανό. Εδώ και δυο ώρες είχε χαθεί στις σκέψεις του. Από κάτω η θάλασσα κροτάλιζε στην ακτή και στα βράχια παρασέρνοντας τα βότσαλα. Έμενε εδώ και τέσσερις μήνες στον φάρο. Μοναχός του. Απομακρυσμένος από τη ζωή όπως τη γνώριζε μέχρι τότε, αποκαρδιωμένος απ’ τους ανθρώπους και τις συνήθειες τους είχε έρθει εδώ με σκοπό να εξαφανιστεί. Είναι μάλλον δύσκολο να μάθεις να ζεις με τον εαυτό σου όταν είσαι μόνος σου και γι’ αυτό πολλές φορές πάσχιζε να ξεκαθαρίσει τα πάντα μέσα του. Η σιωπή κρύβει τις πιο τραχείς και ενδιαφέρουσες κουβέντες. Κρατούσε ημερολόγιο από την πρώτη μέρα κιόλας μα τώρα πια έγραφε μονάχα μια δυο λέξεις. Πόρτα, κρεβάτι, άνεμος, παράθυρο, πλοίο, γιακάς, κορδόνια, κουτάλι, πέτρα, γλάρος, σκοτάδι. Ποιος μπορεί να κατηγορήσει έναν άνθρωπο που αποστάτησε από την ζωή. Μια ζωή, έναν κόσμο, που αποφάσισε να εγκαταλείψει καθώς ,αυτός ο κόσμος, τον έκανε να εγκαταλείψει τον ίδιο του τον εαυτό του. Ο κύριος Νόρτον εξαφάνισε κάθε ίχνος του και αποξενώθηκε σε μια μακρινή βραχώδη έκταση δίπλα στη θάλασσα με την ιδιότητα του φαροφύλακα. Απελπισμένος , κυνηγημένος από μια βαριά σκιά, ένα βαρίδι στα σωθικά του και μια δυσκολία στην αναπνοή. Έγκλειστος στη συνεχής αυτοψία  ονείρων, λέξεων, εφιαλτών, ήχων, και απόκρημνων  συναισθημάτων. Άλλοτε κρατώντας στη ματιά του τον χαρταετό της λήθης, κι άλλοτε ανήσυχος σαν ρηχός βυθός που τον σκαλίζουν χέρια παιδικά. Οι βοριάδες συνηθίζουν να λένε την αλήθεια του ‘χε πει ο ταχυδρόμος την πρώτη και τελευταία φορά που άλλαξαν κουβέντα. Κι εκείνος στην άκρη των βράχων μουρμούριζε  όλα τα ψέματα που γνώριζε, τα πετούσε στον ωκεανό πιστεύοντας πως ότι διασωθεί απ’ το γκρεμό θα ‘ναι μια αλήθεια που έσωσε ο βοριάς, κι αυτό θα ‘ταν μια σπουδαία αρχή. Θα ήταν κάτι στο όποιο θα μπορούσε να βασιστεί έστω για λίγο, να σταματήσει να κουβαλά , να ξεκουραστεί στον απόηχο μιας λέξης. Μια φορά το μήνα περνούσε ο ταχυδρόμος  που του έφερνε την αλληλογραφία του που δεν ήταν άλλη από ένα γράμμα από την μοναδική του φίλη που γνώριζε που βρισκόταν. Η  Άλις ήταν χορεύτρια στο Παρίσι, χρόνια είχαν να ειδωθούν και όλα αυτά τα χρόνια αντάλλαζαν γράμματα. Επιστολές μιας απόστασης που κάλυπταν πάντα άλλοι για λογαριασμό τους, ποτέ οι ίδιοι. Στο τελευταίο γράμμα της του έγραφε πως έχει φτιάξει για τα καλά ο καιρός και πόσο απολαμβάνει τις βόλτες της στο κήπο  του Λουξεμβούργου τον ήλιο και τις βραδινές εξόδους της, καθώς, και το μυστικό της έρωτα για έναν συνεργάτη της. Εκείνος είχε γράψει μάλλον ασυναρτησίες που για κείνη ήταν περισσότερο κατανοητές από οποιονδήποτε άλλον τις διάβαζε.

‘’ποιος μπορεί να μου πει
Η καρδιά μου είναι μαγνήτης που τραβά το τίποτα στην άκρη της γης
Παρέα με τα κύματα και τους γλάρους μετρώ
Υπομένω
Ποιος μπορεί να μου πει
Στο χωματόδρομο τα χνάρια σβήνουν κι οι πέτρες στέκουν διψασμένες για αρώματα
Να ‘μαι  ξανά στο βράχο να ζητωκραυγάζω  την αλμύρα και τα περαστικά καράβια
Θρύψαλα που γυαλίζουν στο φως και μάταια αναμένουν
Είμαι μια βίδα
Είμαι ένα χτένι
Είμαι ένα αντίο που σβήστηκε απ’ την ανάμνηση του κόσμου
Προσπαθώ να γίνω άνθρωπος ξανά
Τούτος ο φάρος νανουρίζει τα πάντα γύρω του
Κι αγναντεύει πάντα το χαμό’’   

Εκείνη πλέον ήταν ένα όνομα αποστολέα και μια διεύθυνση, και λέξεις με στυλό μπλε πάνω στο χαρτί, μια ζωή μακρινή σε άλλες συχνότητες. Εκείνος ήταν κάτι που θέλησε να χαθεί να τιμωρηθεί, να ανασάνει την απελπισία που του χάρισε ο κόσμος. Ξυπνούσε το πρωί και έμενε για ώρες στο κρεβάτι κι εκείνος ο δίσκος γύρναγε και γύρναγε συνέχεια. Το βλέμμα του κοιτούσε τη βιβλιοθήκη. Τόσες ιδέες  έρωτες επιθυμίες άλλων, εγκλήματα, θεωρίες, αντικατοπτρισμοί ενός είδους προς εξαφάνιση. Οι κινήσεις του πλέον είχαν γίνει πολύ αργές ο ίδιος ένιωθε σαν να έσβηνε σιγά σιγά, λες γινόταν μια σκιά το στοιχειό του Φάρου. Εκδιωγμένος στην άρνηση άλλοτε προσκεκλημένος ενός ονειρικού κόσμου κι άλλοτε αιχμάλωτος από εφιάλτες που του τσάκιζαν τη ψυχή.

15 Ιουνίου Ημερολόγιο

''βλέπω τη θάλασσα να με κοιτά στα μάτια  
Πήδα στο χαμό μου κι εγώ θα σε αγαπώ για πάντα
ηχεί η φωνή της στα αυτιά μου
Είμαι σχεδόν έτοιμος πάντα ένα βήμα για να γλιστρήσω και να χαθώ
Κι όμως βαστάω στη λησμονιά και στην ανάγκη για ανάγκη για ζωή
Κάποτε
ίσως
Απόγεμα μοιάζει να ‘ναι κι όμως σύντομα θα με βρει η νύχτα υποταγμένο στη νύστα και τη σιωπή να κάθομαι στο τραπέζι και να αδειάζω το ποτήρι μου
Δεν υπάρχει ελπίδα κι όμως αυτή η σκέψη με κρατάει στα πόδια μου''

Η  Άλις ξύπνησε πολύ πρωί ντύθηκε  ξεκλείδωσε το ποδήλατό της και πήγε στον φούρνο. Ψώνισε μια μπαγκέτα και ένα κρουασάν σοκολάτας και γύρισε σπίτι. Πριν μπει στη πολυκατοικία κοίταξε γύρω της, όλο ήταν παράξενοι, τρομαχτικοί,  με βήμα γρήγορο κοιτούσαν μόνο μπροστά τους. Ένιωσε μια απέχθεια να γεννιέται στα σπλάχνα της. Μπήκε μέσα στη πολυκατοικία, κλείδωσε το ποδήλατο και σκέφτηκε ευθύς πως δεν ήθελε να κλειδώσει το ποδήλατο δεν ήθελε να το βάλει μέσα, ήθελε να το αφήσει έξω, ελεύθερο στον ήλιο, χωρίς κάποιος να το πάρει ήθελε να του δώσει τη δυνατότητα, άμα θέλει να κάνει μια βόλτα μόνο του. Αυτή η σκέψη τη γέμισε θλίψη. Μπήκε στο διαμέρισμά της και παράτησε το ψωμί στο τραπέζι της κουζίνας άνοιξε το ψυγείο και έβγαλε το καμαμπέρ κι εκείνο της είπε φύγε από δω φύγε μακριά. Πήγε να βάλει λίγο νερό μα η βρύση δεν άνοιγε ο καφές έκλαιγε και το μπρίκι ήταν ασήκωτο. Μπήκε στο μπάνιο και κοιτάχτηκε στο καθρέφτη. Τα μάτια της ήταν θολά και φόβος γέμισε τη καρδιά της. Η μουσική ήταν ψυχρή μετρημένη, ήταν μουσική για νεκρούς. Ξαφνικά όλα έμοιαζαν ένα ειρωνικό αστείο όλα ξεγυμνώθηκαν και φούντωσαν σαν τσουρέκι γεμάτο δυσαρέσκεια. Πήρε την βαλίτσα της την ομορφότερη βαλίτσα του κόσμου. Κάλεσε ένα ταξί το ομορφότερο ταξί του κόσμου διέσχισε τη πόλη προς το αεροδρόμιο μια πόλη άσχημη πια. Ένα ποίημα για κάποιο θάνατο ενός γέρου πικρόχολου που μισούσε το κόσμο και χτυπούσε το σκύλο του, κάπως έτσι έμοιαζαν όλα. Πήγε στο Φάρο. Να βρει τον Κύριο Νόρτον. Εκείνος ήξερε ,εκείνος ήταν η ομορφιά. Εκείνον θα αγαπούσε για πάντα έξω απ’ τα σύνορα των πόλεων, των νόμων, των στατιστικών . Από αυτό το όνειρο ξύπνησε  ο κύριος  Νόρτον. Κι όλη η μέρα του τον έσπρωχνε στο κρεβάτι ανίκανο να αμυνθεί στις ξέφρενες υποθέσεις που δημιουργήθηκαν στο μυαλό του. Τι σπόρος  φυτεύτηκε στη καρδιά του από το μακρινό πουθενά  τι θείο βάσανο τον έκανε να τρεκλίζει κοιτάζοντας έξω απ’ το παράθυρο. Δεν είναι τίποτα. Είναι ακριβώς τίποτα ψιθύρισε.

22 Απριλίου

‘’αγγίζω το ξύλο το τρέφω με υπομονή
Μέσα στη στυγνή ανυπομονησία μου
Βαλσαμωμένος
Υστερικός νεκρός φυγάς
Χωρίς μάρτυρες
Κι όμως δεν τολμώ
Φροντίζω μια λέξη καιρό τώρα σε άσπρο χαρτί πως την χα’ι’δεύω και της μιλώ και κάνω όνειρα γι’ αυτή
Είμαι ένα σκιάχτρο που διώχνει τα σύννεφα
Είμαι ένα φίδι που σέρνει μια άμαξα
Είμαι ένα τέρας  χωρίς πρόσωπο
Δεν έχω αίμα
Δεν έχω καρδιά
Έχω αφεθεί σε μάταια καρδιοχτύπια και παγερούς χορούς
Είμαι ένα σκιάχτρο στο πουθενά’’


Θυμάται πως οδηγούσε για μέρες χωρίς να έχει επίγνωση που πάει ακριβώς χωρίς να βλέπει καθαρά το δρόμο τους περαστικούς, λες και κοιτούσε τα πάντα μέσα από μια γυάλα. Κι ότι οι δρόμοι είχαν μια λογική, δεν μπορούσες να χαθείς  όσο χαμένος κι αν ένιωθες μέσα σου δεν μπορούσες απλά να χαθείς. Σταμάτησε στην άκρη του δρόμου άφησε τη πόρτα ανοικτή κι άρχισε να περπατάει. Βρέθηκε σε μια πλατεία και τότε έβγαλε εκείνο το γράμμα που κουβαλούσε πάντοτε μαζί του. Ήταν δικό της. Το αγαπημένο του γράμμα.


Εξακολουθώ καθημερινά να πρέπει κάνω τις ίδιες επιλογές ξανά και ξανά. Μου κάνει εντύπωση πως πια είμαι ένας άνθρωπος, με μια αναμενόμενη πορεία. Καμία έκπληξη δεν επιφυλάσσεται. Η ζωή απαλλάχτηκε από κάθε τι όμορφα δυσβάσταχτο είναι μια απομίμηση ενός μύθου, μια ειρωνεία που σέρνει τα βήματά μας. Καμία γιορτή δεν μοιάζει αληθινή, κανένα ρίσκο δεν είναι ριζωμένο στη καρδιά των πραμάτων. Όλα μεγαλώνουν απειλητικά, ανεξέλεγκτα μας σπρώχνουν, μας πετούν, μας ορίζουν με έναν ασφαλή τρόμο. Χορεύω και αγαπώ ταυτόχρονα, μουσειακά σχεδόν, ζω και παρατηρώ  ότι είναι δικό μου, είναι κάτι από δεύτερο χέρι, κάτι δανεικό. Κάτι που σφιχταγκαλιάζω πάντα με το φόβο ότι σύντομα θα μου ζητήσουν να τους το δώσω. Κάποιες φορές φοβάμαι τόσο που μου κόβονται τα πόδια. Άραγε μπορείς να μοιραστείς αυτό το συναίσθημα με κάποιον, είναι δυνατό να νιώθεις ότι κάποιος πάντα είναι δίπλα σου.

Καθόταν στην καρέκλα δίπλα στο παράθυρο, η θάλασσα είχε αγριέψει  ο άνεμος είχε φτάσει τα 9 μποφόρ το φως του φάρου στριφογύριζε υπνωτικά στο έρημο τοπίο, είχε κιόλας νυχτώσει. Δάγκωνε υποσυνείδητα τα χείλη του και το βλέμμα του είχε παγώσει σε ένα σημείο μέσα σε μια άκρη του πουθενά. Ήταν λες και βρισκόταν φυλακισμένος μέσα στο κεφάλι του. Τα ξεσπάσματα των κυμάτων σκέπαζαν την υποψία της φωνής της , σαν χάδι που σου καίει το σώμα σαν ηλεκτρισμός που σε διαπερνά ολόκληρο.
 Μονάχα μαζί μπορούμε να υπάρξουμε πραγματικά, σύντομα θα είμαι  κοντά σου.
Έπιασε το ημερολόγιο του, και το άνοιξε σε μια λευκή σελίδα γράφοντας.


Το σκήπτρο μου
Το βασίλειο μου
Εγώ ο εξόριστος
Σε αγαπώ
Είμαι μια σκιά μακριά από τον άνθρωπό μου
Παγωμένη περιφέρεται στις γραμμές των τετραδίων
Στις γωνιές του φάρου υπερασπίζεται τη μοναξιά με κάθε τρόπο
Φοβάμαι πως δεν υπήρξα ποτέ
Και περισσότερο πως δεν υπήρξες εσύ γιατί δεν μ’ ακούς ποτέ όταν σε φωνάζω
Χάνεσαι πάντα μέσα στα κύματα
Μες τον κλεμμένο χρόνο


Σε ανύποπτο χρόνο τα όνειρα τον κατασπάραξαν κι ο φάρος συνέχιζε να ψάχνει σε κάθε πλευρά του ορίζοντα για εκείνη.


Ή Άλις βρισκόταν στο Παρίσι μόλις είχε τελειώσει μια δουλειά, ένα θεατρικό του Βαλντόμ.
Μαζί με τους συνεργάτες της απολάμβαναν ένα ποτό σε ένα μπαρ μικρό από εκείνα που συνήθιζαν να πηγαίνουν πάντα τυχαία, μαγαζιά που υπό άλλες συνθήκες δεν θα διάλεγε ποτέ. Ξένα, για άλλους. Ήταν και εκείνος στην παρέα τώρα πια δεν αντάλλαζαν ματιές μοναχά κουβέντες  της παρέας. Ότι κι αν ήταν είχε τελειώσει άδοξα όπως όλα τα ανθρώπινα πράγματα. Μια στιγμή σηκώθηκε πήρε τα τσιγάρα της φόρεσε το παλτό της και βγήκε έξω στον πεζόδρομο. Στηριγμένη στον τοίχο καθώς κάπνιζε έφερε στη μνήμη της τον Νόρτον, και συγκεκριμένα κάποια λόγια του. Κοίτα ξε τον ουρανό και συνειδητοποίησε πως είχε να σηκώσει το κεφάλι της μέρες βδομάδες ίσως να αντικρύσει απλά τον ουρανό. Τέλειωσε το τσιγάρο της και γύρισε μέσα, ένιωθε ανεξήγητα μόνη.
Τα λόγια ήταν τα εξής.

Θα ‘ρθει κάποια στιγμή
Που σύντροφός σου θα γίνει η ανησυχία
Κι άβολα θα σε φορούν τα ρούχα κάποιου άλλου
Και θα νοσταλγήσεις τον άνθρωπο
Που πια δεν περπατά πάνω σε πόλεις

Γύρισε σπίτι της γδύθηκε και ξάπλωσε στο κρεβάτι  της ανήμπορη να κοιμηθεί, σκαρφίστηκε ένα σχέδιο φυγής , έτσι ήταν εκείνη, δεν ήταν σαν τους άλλους. Ήταν από εκείνους που φεύγουν.

Πίσω από το παράθυρο παρατηρούσε το πέταγμα των γλάρων κοντά στα βράχια. Φορούσε τα ίδια ρούχα εδώ και τρεις μέρες, κι από πάνω το αδιάβροχο με τη κουκούλα. Εκείνη ήταν στην κουζίνα , άκουγε τα βήματά της πάνω στο ξύλινο πάτωμα που έτριζαν που και που. Αργούσε, κι έτσι της φώναξε. Μα δεν πήρε απάντηση. Ξαναγύρισε το βλέμμα του έξω. Ο ήλιος είχε αρχίσει να εξασθενεί στο βάθος του ορίζοντα. Στα χέρια κρατούσε μια κλωστή την έδενε γύρω από τον αντίχειρά του ύστερα την έλυνε και πάλι από την αρχή. Άρχισε να ρίχνει ψιλόβροχο. Ψιθύρισε ένα στίχο από ένα τραγούδι που δεν θυμόταν πια. Let my mind darling…Τότε άκουσε βήματα στη σκάλα πάω να κοιμηθώ του είπε. Ο κ. Νόρτον βυθίστηκε αργά στον καναπέ. Έφερε στη μνήμη του το άρωμα της κι αποκοιμήθηκε.

‘’ κρατώντας σακούλες με ψώνια
Μπαίνοντας σε πολυκατοικίες
Αφήνοντας τα κλειδιά τους
Στο έπιπλο δίπλα στη πόρτα
Που είναι για τα κλειδιά
Κι από τους τοίχους σακιά
Τρυπημένα
Άμμος που ξεγλιστρά
Μες στο μυαλό τους αγάλματα που δεν μπορούν πια να αγγίξουν
Ξαπλωμένοι πια στα βασανιστήρια των σεντονιών
Με εξαίσια όνειρα
Σε μικρά τετράδια
Με γαλάζιες γραμμές
Εγώ είμαι ο κλέφτης της λήθης που τους αναλογεί
Εξαιτίας μου υποφέρουν
Εξαιτίας τους υποφέρω
Κι σε ένα λήθαργο ασημένιο αλεξικέραυνο
Ποτίζω τα ξερά μου μάτια.’’

Συνήθιζα να δουλεύω άλλοτε σαν πωλητής βιβλίων, μετά σαν λογιστής, κηπουρός, κριτικός τέχνης, αεροπόρος, ταχυδακτυλουργός και σκουπιδιάρης. Ξεκίνησα να γράφω ένα ποίημα στα δεκαεφτά ακόμα το γράφω. Ανέβηκα τρία βουνά στη ζωή μου. Πάντα μου άρεσε να με φωνάζουν με το όνομα μου. Σιγά σιγά άρχισα να αποδυναμώνομαι από τις λέξεις τους και τις χειρονομίες τους. Από τα χαμογελά τους που στόχευαν τοίχους από τούβλα παρατημένους σε αγρούς. Μου άρεσε να σκουπίζω, να πλένω τα πιάτα, ξενυχτούσα στη ταράτσα μονολογώντας το αδιανόητο. Είναι παράξενοι πια. Όλοι τους. Με απωθούν σε ανυπόφορα συναισθήματα. Έφυγα. Κι επειδή προσπάθησα να ζήσω τη ζωή άλλων κι όταν απέτυχα ,έψαξα εμένα κι όταν με βρήκα έχασα τους πάντες. Εδώ είμαι τώρα. Μόνο εκείνη μου υπόσχεται καινούριες μέρες. Και μέσα στα μάτια της ανταλλάσω τη θάλασσα.


Εκείνη μετρούσε τις μέρες. Όχι δεν θα τον ειδοποιούσε, Έφευγε σε τρεις μέρες. Μια μικρή χειραποσκευή κι ένα βιβλίο. Ο καθρέφτης μέσα στον καθρέφτη. Κάτι την τραβούσε πέρα από τη γενική φυγή. Για κάποιο λόγο ένιωθε πως ο κ. Νόρτον είχε κάτι να της προσφέρει. Άλλωστε πάντα ήθελα να πάει να ζήσει σε ένα Φάρο έστω και για λίγο.  Είχε ανάγκη από λίγες διακοπές και αρκετό καιρό μέχρι τις επόμενες πρόβες, το επόμενο έργο, τη καινούρια μανία ενός ανθρώπου. Πλήρωσε το ρεύμα και το νερό την Τρίτη το πρωί, είδε μια φίλη της για καφέ ,φαγητό και ύστερα ποτό την Τετάρτη το βράδυ. Την Πέμπτη το πρωί σηκώθηκε έφτιαξε ένα ζεστό καφέ άλειψε δυο φέτες ψωμί με μέλι, ξεφύλλισε την χθεσινή εφημερίδα και κάλεσε ένα ταξί, που την πήγε στο αεροδρόμιο. Αγαπούσε τα αεροδρόμια. Τις στάσεις των ανθρώπων τις πορείες τους. Τη λογική του ταξιδιού  στους καλοσιδερωμένους γιακάδες των πουκαμίσων, την ανέμελο πόθο στα τσαλακωμένα φορέματα. Τα άγρυπνα μάτια, και τα χέρια που κρατιόνται , τα νεύματα αποχαιρετισμών και τις ζεστές αγκαλιές. Κοιμήθηκε στην πτήση της. Ονειρεύτηκε ένα πράσινο καναπέ με κίτρινες αράχνες. Μια τεράστια γυάλα που έγινε σαπουνόφουσκα και έσκασε πάνω στο άγγιγμα ενός λουλουδιού. Είδε την μητέρα της να στέκεται στη στάση του μετρό και να διαβάζει Ρεμπώ μιλώντας Αραβικά. Οι τσέπες της ήταν τόσο βαθιές όταν ήρθε ο ελεγκτής να ζητήσει εισιτήριο ,που δεν μπορούσε να το βρει. Κι έτσι την εξόρισαν στο Φάρο. Όταν βγήκε από το αεροδρόμιο ο ουρανός ήταν συννεφιασμένος. Θα έμενε για την νύχτα σε ένα πανδοχείο και το πρωί θα νοίκιαζε αυτοκίνητο, για να πάει στο Φάρο ήταν μόλις μιάμιση ώρα δρόμος. Αποφάσισε να του γράψει ένα γράμμα και για πρώτη φορά να το παραδώσει η ίδια. Δεν είχε ιδέα όμως τι να γράψει. Δεν άργησε να αποκοιμηθεί. Το ξυπνητήρι χτύπησε είχε ξημερώσει. Το γράμμα πλάι στο κομοδίνο είχε μια μουντζουρωμένη σχεδόν φράση. Μάλλον θα την έγραψε μεταξύ ύπνου και ξύπνιου.

Για έναν αχόρταγο ήλιο θα έφτανε μονάχα μια σκιά

Δεν μπορούσε να το ερμηνεύσει αλλά για κάποιο λόγο το δίπλωσε και το έβαλε στο φάκελο. Έκανε κρύο, ένα διαφορετικό κρύο. Μπήκε για ντους.

Το προηγούμενο βράδυ στο Φάρο ο καιρός είχε αγριέψει για τα καλά. Ο κ. Νόρτον έξυνε ένα ξύλο ,που είχε μαζέψει από τη θάλασσα, με το σουγιά του. Άκουσε μια φωνή κι ύστερα ένα ουρλιαχτό και γρήγορα φοβισμένα βήματα να χάνονται έξω στη ξέρα. Τα κύματα ξεσπούσαν πάνω στα βράχια. Εκείνος ο γκρεμός σα ξαφρισμένο στόμα, λυσσασμένο παραμόνευε στο επικείμενο  τέλος της γης. Ρώτησε με το όνομά της αν όλα είναι καλά. Τα ουρλιαχτά συνεχίστηκαν  πάγωσε η ραχοκοκαλιά του κι ύστερα ο πανικός τον γέμισε από πάνω ως κάτω. Άρπαξε τον φακό του και βγήκε τρέχοντας έξω. Είδε την άκρη του φορέματος της να εξαφανίζεται στη μαύρη άβυσσο. Τα κύματα έφταναν σχεδόν μέχρι το Φάρο , τα πόδια του ήταν γυμνά φώτισε μέσα στη θάλασσα,  είδε το χέρι της να βυθίζεται δείχνοντας τον ουρανό έκανε δυο βήματα πιο κοντά στην άκρη και υποσυνείδητα κοίταξε ψηλά, είδε δυο αστέρια να πέφτουν διαγράφοντας πορεία το ένα μέσα στη πορεία του άλλου.  Τότε ένα τεράστιο κύμα τον άρπαξε κι εκείνος αφέθηκε, ένιωσε το θαλασσινό παγωμένο νερό, κατάπιε το υγρό αλάτι. Μέσα στο πυκνό σκοτάδι έκλεισε τα μάτια του, μπορούσε να ακούσει τη βουή των κυμάτων να συντρίβει τη ξέρα, ώσπου ήρθε η μεγάλη σιγή. Χτύπησε το κεφάλι του και αναίσθητος πια βυθίστηκε στο πυθμένα της μαύρης θάλασσας. Εξαφανίστηκε, το ξαφρισμένο στόμα τον κατάπιε. Κι αφέθηκε ένα κορμί στα ρεύματα, να αιωρείται.

‘’κι αν ποτέ μου απαρνηθώ
Τη ζωή
Θα κάνω λάθος όπως όλοι
Γιατί επιτέλους
θα έχω απαρνηθεί το θάνατο’’


Η Άλις ξεκίνησε για το Φάρο. Ένα ήρεμο πλαγιασμένο πρωινό ξετυλιγόταν στο χωμάτινο δρόμο. Άραγε τι θα συναντούσε. Σιγοτραγουδούσε εκείνο το κομμάτι Let my mind darling
Όταν έφτασε δεν βρήκε κανένα. Παρά μόνο σκόρπια ρούχα τετράδια πιάτα ποτήρια. Πάνω στο τραπέζι ήταν ένα γράμμα. Το πήρε και αφού σιγουρεύτηκε πως κανείς δεν την έβλεπε άρχισε να το διαβάζει.


‘’ Βαδίζω στη Χώρα της,
Κάθε τι δικό μου της ανήκει.
Κι όταν ξαπλώνουμε αντίκρυ δεν μπορώ να πάρω το βλέμμα μου από τα μάτια της
Πράσινο κίτρινο
Ή μπλέκομαι σε μια της μπούκλα απ’τα ακροδάχτυλα μου
Και με σέρνει όλη τη νύχτα στα όνειρα της
Μέσα στις δυο γραμμές που σχηματίζουν τα χείλη της
Αναπνέω
Λέμε ότι αγαπιόμαστε
Και σύντομα θα κλεφτούμε στη πρώτη κενή ώρα της μεγάλης νύχτας
Την ακούω να τραγουδάει να γελάει καμιά φορά από μακριά
Γελάω κι εγώ μαζί της
Κι όταν κλαίει κουλουριάζομαι σαν κυνηγημένο ζώο στην φωλιά μου
Κι αν ποτέ τύχει να εξαφανιστούμε,
Θα ναι γιατί υπήρξαμε πραγματικά.
Όπως δυο σταγόνες’’

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

είσοδος πολυκατοικίας

τούτο το φως που δανείζεσαι χωρίς ντροπή και το οξυγόνο τις λέξεις που άλλοι τόσοι αποθέωσαν εσύ περνάς από τη μηχανή των μηχανών χωρίς αιτί...