Ο Τάφος/ Νοέμβρης

                                                         Ο Ταφος/Νοεμβρης                                                     
                                                        (13/11/10-13/12/10)


        Στον Λωρενς εμεναν μολις τρεις μερες ζωης. Δεν ηταν μυστικο, αλλα κατι που δεν το γνωριζε κανεις. Στα εικοσι τρια του χρονια ζωης, ηταν πλεον σχεδον ετοιμος, να παρει τη ζωη του στα χερια του. Ηταν το απογεμα της 13ης Νοεμβριου, η βροχη ειχε στεγνωσει απ τα πεζοδρομια, οι μικρες λιμνες συνεχως εξατμιζοντουσαν προς το αχανες οριζοντα, εκει που δεν υπαρχουν πολεις πια. Καθρευτιζοντας στα σκοτεινα νερα τους ολο και λιγοτερο το μικρο τιποτα. Ο ανεμος αρχιζε ξανα τις νυχτερινες του βολτες. Παρεσερνε σε χορο τα απλωμενα ρουχα και τις ξεσκισμενες τεντες. Ενιωθες σχεδον πως μπορεις πραγματικα να αναπνευσεις.
         Καθισμενος στο σκοτεινο δωματιο του, χαμενος ολοκληρωτικα στις σκεψεις του, πνιγμενος στην ανεπιθυμητη μοναξια και στραγγισμενος από μια βαρια νοσταλγια κοιτουσε προς τον τοιχο κι όχι προς το παραθυρο. Λες και τον ειχαν κλειδωσει εκει μεσα. Για κάθε κλειδαρια υπαρχει και κλειδι.. αναρωτιεμαι.
Μεσα λοιπον στις μουσικες αντιστοιχιες της σκοτεινης του υπαρξης, γιατι βεβαιως και υπαρχαν μουσικες που συντροφευαν τις μικρες του κινησεις, το καπνο απ τα τσιγαρα, το βηχα, και το απεραντο βλεμμα του ανθρωπου που χτιζει μια φωλια στην αβυσσο, γεννηθηκε μια σκεψη. Μια σκεψη που αναδυθηκε από τα συντριμια που αφηνει η καθε στιγμη που προσπερνα τον εαυτο της, αταραχη.
Αν μοναχα του μενουν τρεις μερες ζωης.
Αν είναι μια αληθεια που ασφαλως θελει να πιστεψει, τοτε ναι σιγουρα μεσα στο  δειλινο, ενας ανθρωπος γνωριζε καλα πως πεθαινε. Μεσα στη βαθεια κατανοηση και την εσφαλμενη πιστη συλλογιστηκε πως τη νυχτα τουτη, δεν θελει πια να ναι μονος κι αν ναι, τουλαχιστον να μοιραστει τη στοργη και τη γλυκητητα μιας γυναικας.
Δεν ηταν ο ερωτας αυτό που ασκοπα αποφασισε να αναζητησει μα η μυρωδια του. Σταθηκε αποσβολωμενος και χωθηκε μεσα σε μικρη χαραμαδα γλιστρωντας, και τοτε συνηδητοποιησε πως δεν ηταν σιωπη αυτό που ξεμεινε μαζι του. Ηταν το ξυλινο συμπαν που ετριζε, ηταν η καρδια του κοσμου που αργα συμπιεζονταν σαν ένα κομματι χαρτι, αιωνια σχεδον, από τον ασφυκτικο φλοιο της ματαιοτητας.
Κι ολες οι λεξεις πνιγονταν στο σκουρο μελανι.
Απλωσε το χερι του να αρπαξει κατι.
Ακουσε τα συννεφα να μαζευονται από πανω του να στριμοχνωνται σαν αχαροι θεατες με τα γκριζα παλτα τους και τις μαυρες καπες τους, να τον κοιτουν σα να κοιτουν σε ταφο, ετοιμα να πνιξουν σε δακρυα τα μελανιασμενα ματια τους. Κανενα δακρυ δεν ξεπροβαλλε ποτε το κατωφλι τουτο τελικα. Ολο αυτό ηταν στη φαντασια του, ολο αυτό ηταν κατι που εβλεπε μονο εκεινος, κανεις άλλος δεν μπορουσε να δει. Πως αλλωστε να μοιραστει κανεις το οτιδηποτε με καποιον άλλο.
         


      Τωρα πια κρατουσε ένα γραμμα σταλμενο το καιρο καποιου ερωτα, παλια.
Εγραφε, 25η Νοεμβριου ‘’αγαπημενε μου αποκοιμαμαι κάθε νυχτα στη θυμηση σου και γλυκα μια τελευταια σκεψη με ξαγρυπνα λιγακι παραπανω, να με επισκεφτεις στα ονειρα μου, ας με επισκεφτεις στα ονειρα μου’’.
      Κουλουριασμενος στο πατωμα ξυπνησε τα χαραματα και το κρυο βασιλευε στη ψυχη του. Φορεσε το παλτο του, εριξε λιγο νερο στο προσωπο του και βγηκε εξω στο αραιωμενο μπλε χρωμα της πολιτειας, στις κενες ωρες,στους ερημους δρομους. Ισως να εβλεπες κανενα σκυλο να τριγυρναει και ανθρωπους χωρις χαρακτηριστικα που προσπερνουσαν τους ιδιους τους τους εαυτους μες στη θλιβερη βιασυνη τους.Στο ασθενικο περιπατο του συναντησε έναν ανθρωπο να καθεται σε ένα παγκακι κι ενιωσε ασφαλης να καθησει διπλα του να κοιταξει προς την πλευρα που τοσο ευλαβικα κοιτουσε.Καθισε και καταλαβε πως αυτος ο ανθρωπος ηταν τυφλος.Κι υστερα ενιωσε  ντροπη μολις συνηδητοποιησε , πως μπορει κανεις αν δεν βλεπει τι υπαρχει, να δει τι δεν υπαρχει.
Και τοτε ο τυφλος του ειπε.
-Λαθος. Τι θα μπορουσε να υπαρχει εννοεις.
      Ο ηλιος αρχισε να σκαει μεσα απ τα κτιρια και να ζεσταινει τις ωρες και τις στιγμες και ο τυφλος χαθηκε μεσα στο θαμπος του. Ολη του η ζωη περασε από μπροστα του, το σχολειο , η μητερα, η δουλεια, ο πατερας , οι φιλοι , οι ερωτες , η θαλασσα , η νυχτα, οι εποχες, οι πρωτες ανησυχιες, το μεθυσι. Σηκωθηκε και αρχισε να βαδιζει προς την αγορα. Οι μυρωδιες του φουρνου, τα φρουτα τα λαχανικα, οι γεροι ανθρωποι που ξυπνουν νωρις με τα λαξεμενα βλεμματα, τα παιδια που πηγαινουν σχολειο, οι εμποροι μεσα και εξω από τα μαγαζια τους, το βιβλιοπωλειο,
καθως η πολη ανοιγει τα σιδερενια βλεφαρα της μεσα στην αρμονια του μικρου πρωινου που σιγα σιγα γινεται μια ακαταπαυστη φασαρια. Το τσιρκο.
Ο θηριοδαμαστης στο κρεοπωλειο, ο κλοουν στο μαναβικο, οι ακροβατες πισω από τους σκονισμενους παγκους, οι ταχυδακτυλουργοι που απλωνουν τη πραματια τους, οι πλανοδιοι  μιμοι, τα σχοινια που σηκωνουν την τεραστια τεντα, η αλλοκοτη μουσικη από το ξυλινο κουτι, οι νανοι, οι μεγαλοσωμοι αρσιβαριστες, οι ψυχες που χορευουν υστερα από τον θανατο. Ενα τσουρμο από εφιαλτες που τον τραβουν στη σκηνη μπροστα από το παλαιοπωλειο του μαγου. Ο βασιλιας και οι γελοτωποιοι του σε μια τεραστια αυλη ετοιμοι να κατασπαραξουν τα τελευταια του ονειρα. Ενα κομματι σπαγκο κρατουσε στα δυο του χερια. Μπες του φωναζουν και ο μαγος βγαζει με τροπο το καπελο του και τον καλωσοριζει, τον σπρωχνουν του χαμογελουν με τα τεραστια τους στοματα, τα τσιριχτα τους ματια, πρεπει να αγορασεις το χαμενο χρονο του ψυθιριζουν, πρεπει περασεις τη δοκιμασια. Τρανταζεται ολοκληρο το σκηνικο. Στις φλεβες του κυλα το αιμα που παρεμενε νεκρο καιρο τωρα. Μπαινει μεσα στο παλαιοπωλειο. Προσπερνα τη σκονη και τη θαμπαδα του παρελθοντος και αντικρυζει τη θλιμμενη κορη του μαγου που καθεται διπλα του σιωπηλη. Το παλιοπωλειο διαστελεται σε απεραντο βαθος. Ο  Λωρενς στεκεται μπροστα στο μαγο και τη πανεμορφη του κορη. Εκθαμβος από την ομορφια της , φτιαγμενη από τη θλιψη της λυκαυγης που κουβαλουν τα ματια της, απ το λευκο της δερμα που απλωνεται σαν την πιο προσχαρη γη που ατενισε ποτε ανθρωπος, και τις  μπουκλες της που κατρακυλουν ως τα στηθη της, σκουρες γυρτες προς τη καρδια της.
Ο Λωρενς νιωθει την αναγκη να μιλησει μα του είναι αδυνατο , νιωθει την αναγκη να κουνηθει μα δεν μπορει. Κι οι δυο τους  τον κοιτουν στα ματια ο ενας επικριτικα και ο άλλος εκλιπαρωντας. Σηκωνει μετα βιας το χερι του και δειχνει με το δαχτυλο του τη κορη του μαγου. Μετανιωνει αμεσως για τη κινηση του.
Κι ο μαγος αρχιζει να γελαει , ολο το τσιρκο αρχιζει να γελαει υστερικα, σειεται ολοκληρη η πολη πανω στο πλακοστρωτο της, ηχουν τα τυμπανα , τα σιδερενια κρουστα, ηχει η τρελα.Ενα δακρυ ελευθερωνεται απ τα κρυσταλλινα της ματια, αναμεσα απ τα βλεφαρα της γλιστρα κι εκεινος της σκουπιζει το μαγουλο.
-Ότι χαλαει πρεπει να το φτιαξεις. Οχι απαραιτητα όπως πριν, αλλιως…του λεει
Μεσα σε μια στιγμη, για μια στιγμη όλα τεινουν προς την εξαφανιση και η βουη ξεκαθαρα θεριευει κι αυτή προς το απειρο κι όλα χανονται μεσα του. Ξεριζωνεται κάθε χρωμα κάθε σχημα κάθε ηχος, σε μια δινη που χορευει.
       Ο Λωρενς ανοιξε τα ματια του και συνειδητοποισε πως βρισκεται στο κρεβατι του, αγγιξε τις μικρες πτυχες του σεντονιου , αναπνευσε πανω τους κουρνιασμενος, κι ο ηλιος κρυφα απ το παραθυρο ισα που τον σκεπαζε. Ετριψε το προσωπο του το βασταξε καθισμενος στην ακρη του κρεβατιου, ψηλαφισε τα ματια του κι απλα δακρυσε. Η ωρα ηταν μια από κεινες τις ωρες του μεσημεριου. Το μονο σιγουρο είναι πως σημερα  ο μηνας ειχε 14. Ο βηχας του ειχε χειροτερεψει. Εξω από το παραθυρο κάθε υποψια βροχης ειχε εξαφανιστει μα κατι μεσα του ελεγε το αντιθετο. Η αισθηση της αναμονης ξαφνικα τον κατεκλυσε, ο σπορος της επεσε μεσα στα σωθικα του και με γοργους ρυθμους αρχισε να βλασταινει να ξεπεταει τα κλωναρια, τα αγκαθια, τα φυλλα και τους πικρους καρπους του. Καθηλωθηκε μεσα στο σπιτι κι αρχισε να παραλογιζεται με το κάθε τι.
Εκανε κάθε κινηση που του ερχοταν στο νου. Μετεφερε κάθε μικροαντικειμενο εβγαζε πραγματα από τα ντουλαπια, τα εβαζε σε λαθος μερη δημιουργησε ένα καθρευτη ένα σποραδικο χαος που ανεπνεε τον ιδιο αερα με εκεινον. Σα μικρο παιδι, σα τρελος, σαν αγριμι. Τελος ξαπλωσε στον καναπε που ειχε τοποθετησει πανω στο τραπεζι μαζι με τα καλωδια της τηλεορασης , τα δυο κουταλια και την πετσετα του μπανιου. Ξαπλωσε κει κι εμεινε ακινητος να κοιταζει το σωρο, τις αποστασεις της παραλογιας. Μες τον νεροχυτη η βρυση εσταζε πανω στο πινακα, στη μια του παντοφλα και στην ανθολογια νεων ποιητων, στο πατωμα ειχαν μαζευτει τα κατσαρολικα μαζι με τα ρουχα τις λαμπες και τα μαξιλαρια, όλα τα συρταρια και τα ντουλαπια σχεδον ηταν ορθανοιχτα γεμισμενα με βιβλια δισκους φαγητα σεντονια κερια και φωτογραφιες. Στο κεντρο του σαλονιου ηταν η γλαστρα. Οσο κι αν την κοιτουσε τιποτα δεν εμοιαζε να ανθιζει απ το χωμα. Ολα ηταν ψευτικα. Ο χαμενος χρονος. Δεν υπαρχει χαμενος χρονος, μονο ανθρωποι που χανονται, χαμενες ζωες…ελεγε. Δεν υπαρχει σημειο εκκινησης, διοτι η μνημη, η προσωπικη,  υπαρχει από ένα σημειο και μετα. Σημειο απροσδιοριστο. Ο χρονος είναι οι αλλοι. Εκεινοι προσδιοριζουν. Γι’αυτό χαμενος χρονος είναι οι ανθρωποι που περασαν και χαθηκαν. Οσα δεν.
    Η πορτα ανοιξε. Ο Ελλιοτ εφερε τη ληθη. Κανεις τους δεν εξηγησε τιποτα απολυτως. Εμοιαζε σαν τη φωλια στο δασος. Ακουγοταν σαν το κλαδι που σπαει. Μεσα στο σκοταδι, τυλιγμενοι στη σιωπη.
-Εχεις ένα μολυβι; ψελλισε ρωτωντας.
-Η μολυβοθηκη ειναι το παπουτσι εκεινο που κρεμεται απ το χερουλι της πορτας του μπανιου. 
-Εχεις χαρτι;
-Εχω τοιχους. Λευκους παναρετους φτιαγμενους για αυτή τη μερα.
-Τι μερα είναι σημερα;
-Είναι η δευτερη.
-Μενουν άλλες πεντε…
-Όχι. Αλλη μια, μονο.Μενει…
-Κανει κρυο.
-Εσυ κρυωνεις, δε κανει κρυο.
-Ακους;
-Τι;
-Φυγανε ολοι.
-Τωρα πια δεν υπαρχει χρονος.
Εκλεισε η πορτα. Το λιγοστο φως ηρθε , τον σκεπασε και τον εβαλε για υπνο.
Όλα είναι πουπουλα που τα φυσα ο αερας , ειπε.
         Ηταν πια 15 του μηνος. Ο ουρανος ηταν συννεφιασμενος. Γκριζος, απροσωπος, βαρυς. Το σπιτι ηταν ακαταστατο, καχεκτικο. Ο Λωρενς ονειροπολουσε και μετα το ξυπνημα τυλιγμενος με μια κουβερτα κοιτουσε για ωρα απ το ματακι της πορτας. Κανεις αναστεναξε. Ανοιξε την πορτα. Αντι για το χαλακι της εξωπορτας ειδε το ρολοι του τοιχου παρατημενο στη θεση του. Η ωρα ηταν κοντα 12 το μεσημερι. Στα επομενα δεκα λεπτα βρισκοταν ηδη κατω στο δρομο, χωρις προορισμο. Η ιδεα του θανατου  κομπιαζε το περπατημα του. Το τελος τον εκανε να βουρκωνει κάθε τοσο και παλευε να κρατηθει. Με τα χερια στις τσεπες και το κεφαλι σκυφτο το μονο που εκανε ηταν να προχωραει μεσα στη πολη στα στενα της αναμεσα στους αλλους. Ο χρονος περνουσε. Ενιωθε τη φθορα το κελυφος να ραγιζει τα βλεμματα να τον γραπωνουν απ τη ραχοκοκκαλια. Αδυναμος να συνελθει μεσα στη διαρκη πλανη που ο ιδιος δημιουργησε. Η όχι;
Τοτε θυμηθηκε ποσες φορες εκανε παλιοτερα αυτή τη βολτα γεματος ιδεες πιο ευχαριστες ηλιοκαμενος από μια νεοτητα που σιγουρα γεματη από αφελεια τον εκανε να ονειρευεται και να πιστευει σε μυθους. Με την απλοτητα της συγκαταθεσης στην ομορφια, όταν η ζωη εμοιαζε πιο πολύ στον εαυτο της. Σταθηκε στην ακρη του πεζοδρομιου.
Εκεινη σκεφτοταν ποσο ειχε αργησει, βιαζοταν.Ηταν αγχωμενη , νευρικη κοιτουσε συνεχεια την ωρα στο ταμπλω, κι υστερα ερχοταν στο μυαλο της το καλοκαιρι, τα γελια, οι νυχτες στην παραλια κατω απ το φεγγαρι που ριχνει τα δυχτια του να πιασει τους εραστες στις αμμουδιες να τους τραβηξει ψηλα. Ετσι της ειχε πει εκεινος ένα από τα βραδυα κι ηταν τοσο ευκολο μετα να του δωθει.
      Ξαφνικα ο ουρανος ανοιξε σιγα σιγα και φανηκε εκτυφλωτικα ο ηλιος. Ο Λωρενς γυρισε αμεσως προς το μερος του μεθυσμενος, τυφλος. Λες και η αρρωστια εσβησε μπροστα στο φως του. Εκεινη ερχοταν με ταχυτητα από τη γωνια ακομα αφημενη στα φεγγαρια και τα δυχτια και τα φιλια. Μπορουσες να ακουσεις τη μουσικη. Βιολια από το κεντρο της γης. Σχεδον χαμογελωντας κατεβηκε το πεζοδρομιο  θελωντας να διασχισει το δρομο  απεναντι προς το μικρο παρκακι. Εκεινη πηρε τη στροφη , τα φεγγαρια τα εκαψε ο ηλιος. Ο ηχος ηταν σπαραχτικος, της εκοψε την ανασα. Ο Λωρενς βρισκοταν αιμοφυρτος στην ασφαλτο εχoντας σπασμους σχεδον χαμογελωντας. Βγηκε γρηγορα από το αυτοκινητο και ετρεξε διπλα του. Ανεπνεε βαρια, το αιμα ειχε μπουκωσει το στομα του. Ενα δακρυ ελευθερωθηκε απ τα κρυσταλλινα της ματια,αναμεσα απ τα βλεφαρα της γλιστρησε κι εκεινος της σκουπισε το μαγουλο.
-Οτι χαλαει πρεπει να το φτιαξεις. Οχι απαραιτητα όπως πριν, αλλιως….της ειπε και ξεψυχησε στην ασφαλτο, μπροστα της, απεναντι απ το παρκακι, στη πολη μεσα, με το μισο χαμογελο του, κατω απ τον ηλιο, τον τελευταιο μηνα του φθινοπωρου. Στον Λωρενς εμεναν τρεις μερες ζωης. Δεν ηταν μυστικο, αλλα κατι που δεν το γνωριζε κανεις.
     


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

είσοδος πολυκατοικίας

τούτο το φως που δανείζεσαι χωρίς ντροπή και το οξυγόνο τις λέξεις που άλλοι τόσοι αποθέωσαν εσύ περνάς από τη μηχανή των μηχανών χωρίς αιτί...