Το ημερολόγιο των χαμένων ημερών

  
        Ήταν προφανές στον καθρέφτη πίσω από το σκονισμένο σεντόνι πως οι ώρες περνούσαν σαν σύννεφα και γλιστρούσαν σε κάποιο ουρανό. Τα κλειδιά είχαν πέσει μέσα στη χαραμάδα δίπλα από το κρεβάτι, στο ξύλινο πάτωμα που τα βήματα το έκαναν κάθε τόσο να τρίζει. Μια κλωστή είχε απλωθεί στο δωμάτιο, στο διπλανό δωμάτιο, όχι σε αυτό που δεν βρισκόμαστε αυτή τη στιγμή. Ένα από τα δωμάτια του σπιτιού. Υποθέτω πως μια στιγμή που ξεχάστηκα εντελώς ανοίγοντας το τρίτο βιβλίο από το τέταρτο ράφι αριστερά οι λέξεις αποκόπηκαν από τις σελίδες και άτακτα βάλθηκαν να στοιχίζονται προσπαθώντας να εννοήσουν αυτό που είχε απελευθερωθεί.  Περπάτησα πάνω σε κάθε σκαλί του πιάνου ανάμεσα από τεχνητές σιωπές και άδοξες μελωδίες. Θυμάμαι πως στο τελευταίο σκαλί χοροπήδησα, πέφτοντας κάπως άγαρμπα πάνω στον δεξιό αστράγαλο μου. Τι ατυχία συλλογίστηκα, και να φανταστείς πως η ώρα ήταν δέκα και πενήντα τρία ακριβώς. Τότε ήταν που χτύπησε το κουδούνι, όχι τότε ακριβώς αλλά σχετικά τότε, και ήρθαν οι πρώτες αφίξεις των προσκεκλημένων. Ήταν η κυρία με τα πανέμορφα χέρια που κανείς δεν έπρεπε να βλέπει παρά μόνο η ίδια, με μια χρυσή μα λεπτή αλυσίδα έσερνε από πίσω της τη μύτη του Γκογκόλ, και κρατώντας ένα τεράστιο κορμό βελανιδιάς από πίσω τους ήταν ο Αλέξανδρος που μένει στο δάσος και δεν φοβάται τίποτα. Μετά από λίγο κατέφθασε μια συνοδεία από ερασιτέχνες μάγους που ο καθένας κρατούσε και μια γυάλα με ένα χρυσόψαρο. Σιγά σιγά άρχισα να βγάζω τα πιατάκια και τις κούπες του τσαγιού, τις τσαγιέρες και τα κουταλάκια, η μύτη έκατσε δίπλα στο αναμμένο τζάκι και άνοιξε το βιβλίο της, με τίτλο Η ασυναρτησία μιας προηγμένης τεχνολογίας. Ο κύκλος των υπερρεαλιστών αρνήθηκε να παρευρεθεί  με την παρουσία του και γι’ αυτό το λόγο παρευρέθηκε με την απουσία του αφού έστειλε ένα μπουκέτο από νεκρούς ροφούς με χρυσόσκονη στα μάτια. Το πάρτι άναψε για τα καλά όταν το σπίτι βάλθηκε να χορεύει και ο Ιάπωνας Μισίμα έμπλεξε σε ένα τρομαχτικό καμβά με τη μπέρτα του Έντγκαρ Άλαν Πόε. Μια διακριτική κοπέλα με δυο καπέλα και πράσινα χέρια άρχισε να ζωγραφίζει τον ήδη ζωγραφισμένο τοίχο από τον κορυφαίο νομπελίστα Σαρτρ. Ο Σαρτρ δεν ξέρει να ζωγραφίζει, παρά μόνο κάθεται και πλέκει  μόνος και αξιολύπητος ψυθίρισε η μύτη . Κι όλοι μα όλοι έσκασαν στα γέλια. Εγώ που χρόνια τώρα είχα φύγει από το πάρτυ και έκανα κουπί για να διασχίσω κατά μήκος ένα ποτάμι τα θυμάμαι όλα αυτά γιατί δεν έχουν σημασία. Είναι δύσκολο να κουμαντάρεις ποταμόπλοιο έλεγε σαν να το θυμάμαι τώρα ένας φίλος που έφαγε τη ζωή του ένα βράδυ σε κάποιο άλλο ποτάμι. Οι τσέπες μου άρχισαν να ψάχνουν τα χέρια μου, η ζέστη αφόρητη σαν καταιγισμός από ευερέθιστες συλλαβές που με μίσος για τα αυτιά μου ελευθερωνόντουσαν από ήρεμα μυαλά που χρησιμοποιούσαν τα χείλη τους εντελώς αντίθετα προς την καλαισθησία των ήχων, έτσι όπως τείνω να απολαμβάνω ή τουλάχιστον να αντιλαμβάνομαι, με απαλά αηδιαστική τονικότητα. Τέλος πάντων αυτό που έπρεπε να πω ήταν πως ο καιρός, ο καιρός των ζητιάνων, των ξεκούρδιστων ψυχών, εθελοτυφλίας, της συμβατικής μείζονος λα, των γάμων, των χεριών που αγαπιούνται, των ανθρώπων που ψεύδονται, των ματιών που κουβαλούν τα σώματα, των ξένων επενδυτών,  τις καραμέλες, χρώματα που στριφογυρίζουν, ξέρεις, ανεμοδαρμένα ύψη, κάγκελα σκουριασμένα, ίδια, λέξεις που σημαίνουν έρωτα, πριονίδια στα ρούχα, αγέλες, σύμπαντα που εναρμονίζονται στιγμιαία και διασπούνται αναίμακτα, τείχη, παράθυρα στα τείχη, δωμάτια πίσω από τα παράθυρα στα τείχη, άνθρωποι μόνοι στα δωμάτια πίσω από τα παράθυρα στα τείχη, κι εγώ σκηνοθετώ το κενό και φέρομαι. Αν ήτανε να ονειρευτώ θα διάλεγα ξανά εμάς κάθετα στις ράγες του χρονικού των εξαίσιων νυκτών που βάλθηκαν να συνωμοτήσουν για μια σπουδαία αφαίρεση. Τα κορδόνια από τα καφέ μου μποτάκια διαφωνούν με όλη τους τη μάλλινη ψυχή. Ο άσπρος γάτος, η άσπρη κλωστή, το άσπρο χιόνι διαφωνούν κι αυτά. Το μόνο που συμφωνεί είναι το σίγμα το τελικό. Ναι, το σίγμα το τελικό είναι σύμφωνο. (ς ) Κι άλλη μια νύχτα από αυτή τη πλευρά του ημισφαίριου μας κρατά σφιχτά στη πλάνη της λέγοντας μας παραμύθια. Κι οι λυχνίες τρεμοπαίζουν σα παιδικά γέλια. Οι λέξεις λιγοστεύουν , οι έννοιες προκαλούν, σκαρφαλώνω στο πιο ψηλό σημείο της πόλης για να είμαι μόνος μου. Τι τραγικό! Άλλη μια φορά που από φυσικής πλευράς κατευθύνομαι προς τα πάνω σου κι εσύ συνεχίζεις να υπάγεσαι στους δικούς σου νόμους. Θεσπέσιες κωδωνοκρουσίες και βλέμματα νυσταλέα ανεγείρουν το θάνατο των ενστίκτων. Όλα τα πλανεμένα πλάσματα που ξεφεύγουν κάθε τόσο από το χαμό. Τα αγαπώ κι όλες τις αποστάσεις συγκεντρώνω στο σημείο αυτό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

είσοδος πολυκατοικίας

τούτο το φως που δανείζεσαι χωρίς ντροπή και το οξυγόνο τις λέξεις που άλλοι τόσοι αποθέωσαν εσύ περνάς από τη μηχανή των μηχανών χωρίς αιτί...