Ασκήσεις Ενηλικείου

Το αγαπημένο δέρμα. Το χνουδωτό λιβάδι της άνοιξης που στις άκρες του γλιστρά η παλάμη μου.
Η  υστερική απαλότητα που αποτραβιέται πίσω από τα βλέφαρα της, υποτάσσει τη φαντασία της, κυνηγημένη από τις εκδορές του φωτός. Στη μαλακιά λήθη που κατακάθεται στο σβέρκο μου και ψυθιρίζει, κάθε εννέα κύματα ξεβράζεται κι ένα βραχιόλι ασθενικό περίγραμμα ιδιοκτησίας. Διακρίνεται ένα πραγματικό χαμόγελο στον ορίζοντα που σκιαγραφεί τη πόλη ξαπλωμένη, με τους ιδιοτρόπους συλλογισμούς του ηλίου που πεντακάθαρα χάνεται αργά, υποκύπτει η γλώσσα σε άλλη γλώσσα. Το σπίτι χλωμό όστρακο πλέει πάνω από τα ναυάγια του νου. Απώλειες που σβήνουν με μία κίνηση αδρεναλίνης, ξύλινα κοντάρια που τραγουδούν τις πτώσεις των αφεντάδων, υπηρέτες μιας πνιγηρής ατμόσφαιρας γλύφοντας τη πεταμένη φλούδα της ντροπής. Πλησιάζω το κεντρί που ζηλεύει , το χώμα που χτίζει το βήμα, το πράσινο πίνακα που κρέμεται από το λαιμό σου. Υποδηλώνω τη στροφή ελαφριά, ύστερα κάθετα αποτραβιέται και σημειώνει στη σκόνη αριθμούς, απαγγέλει τη φθορά και το χειροκρότημα της θλίψης που απαλείφεται από τον υπόγειο οργασμό των μουσικών οργάνων. Κοάζω, εδρεύω κοιτάω τα πλοία που κυβερνούν τα πτώματα που ξαποσταίνουν αμίληκτα στα κρύα απογεύματα του νοέμβρη που προσπαθω να προσεγγίσω το αγαπημένο δέρμα ,έρμαιο της προστακτικής, με υπερσεντελικές διαθέσεις ομοιώματος. Χωρίς άξια λόγια ω έρωτα απάνεμε, χαστούκι βροντερό, τους τοίχους πως δακρύζεις, με τα νωχελικά πρωινά που καραβάνια απρόσδεκτα βαθαίνουν. Επιτέλους δέξου με Θεέ και πίστη θρησκεία των μαγικών συμβόλων που κατατρόπωσα με την ανιδιοτέλεια των βοσκών. Στα πεταμένα χνάρια ανά των χωρών τα σπλάχνα κλαίνε οι μοίρες και σιγοτραγουδούν αν όλα τα παιδιά κοιτούσαν το θάνατο του πατέρα και χάρτινα τα παιχνίδια τους σφαγμένα από τη δίψα του μαύρου σκοτεινού, πλεύσε χαλίκι μέσα μου και φθείρε με να σκοτωθω γυμνός. Ω αγαπημένο δέρμα κρεβάτι της ψυχής που ζητιανεύεις κάθε ώρα και στιγμή προσάραξη.
Τον χρόνο που βαστάει τα κλαδιά των δέντρων, τα τσακίζει απαλά και αργά και βάφει το φόρεμα κεντάει το φόρεμα μιλάει στο φόρεμα που κυκλώνει τις γάμπες και ανατρέχει μέχρι πάνω στους ώμους τους γυμνούς που συγκρατούν τον λαιμό τα χείλη που βλασταίνουν τη νύχτα χαραγμενα από την αλκοόλη των αστεριών και τα χέρια ζεστά με τη τρυφερή τους διάθεση να σμίξουν. Με λέξεις γεμίσαν όλα τα μπουκάλια όλα τα κενά που συλλαβίζεις ανήμπορος διετρεγμένος μέσα στην ακατανόητη βροντή των σωμάτων που δείχνονται σε χορούς και πίνακες και χαμόγελα και υποσχέσεις που κλειδώνουν. Δεν υπάρχει ίχνος κρυφό να υπερασπίσεις μάταια τη σιωπή σου κυβερνάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

είσοδος πολυκατοικίας

τούτο το φως που δανείζεσαι χωρίς ντροπή και το οξυγόνο τις λέξεις που άλλοι τόσοι αποθέωσαν εσύ περνάς από τη μηχανή των μηχανών χωρίς αιτί...