Οι γρίλλιες κοιτούσαν τους περαστικούς στα μάτια

Ο αέρας είχε ένα χρώμα που θυμίζει μοκέτα ξενοδοχείου.
Εκεί καθόμασταν πέρα από τα δύο πρώτα δέντρα, λίγο πιο κάτω είχε ένα παγκάκι.
Εσύ έλεγες πως το τέλος του κόσμου θα είναι περιτύλιγμα δώρου που έλιωσε στα χέρια μας.
Κι εγώ θα ακούω, που και που θα πετάω ατάκες του τύπου.
-Θυμάμαι.

Θα είναι μια ακατανόμαστη σπουδή, χωρίς επίκεντρο.
Λες και περισέψαμε.

Θυμάμαι τα γλυκά αγγίγματα που έπλεαν τα απογέματα.
Θυμάμαι νύχτες αιμοβόρες που κατέληγαν σε πάλες σεντονιών.
Θυμάμαι πως κάποτε πήρε το μάτι μου ένα δρόμο, που ήταν πανέμορφος, κι εγώ τον προσπέρασα.
Σαν κάτι γλάστρες που νομίζεις ότι θα έπρεπε να χωράνε στη παλάμη σου.


Κάποιος ρώτησε, κι αυτή η μνήμη θα ναι πάντα παρελθόν.
Μπορώ;

Οι γρίλλιες κοιτούσαν τους περαστικούς στα μάτια,
κι εμείς ψοφάγαμε στα γέλια.
Μέσα στην ευμάρεια της ταλάντωσης.
Σαν τα σκουλήκια που κρεμάνε τα ρούχα μας.
Τι παγερό φαϊ.
Πόσα κτήνοι να κυνηγούν μαζί πανσέληνο.
Κάπως έτσι διαστέλλονται τα νερά της λίμνης.
και κάποια φορά θα πνιγείς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

είσοδος πολυκατοικίας

τούτο το φως που δανείζεσαι χωρίς ντροπή και το οξυγόνο τις λέξεις που άλλοι τόσοι αποθέωσαν εσύ περνάς από τη μηχανή των μηχανών χωρίς αιτί...