Το τρίποδο άλογο στέκεται πάνω στο φράχτη, καπνίζει με τη χαίτη του γυρτή και τσεκάρει τον ήλιο που σπινθιροβολάει πίσω απ'τα βουνά.
Τούτο το μέρος είναι ένα χάλι σκέφτεται, χωρίς φοράδες και μουσικές και τα λοιπά.
Πόσο θα θέλα να το σκάσω από δω.
Αλλά το ταξίδι είναι κουραστικό με τρία πόδια.
Πόσο κρίμα ήταν που έχασα το πόδι μου από το αλκοόλ.
Κι ούτε σε κούρσες μπορώ να τρέξω πια, κι όλοι οι παλιόφιλοι σαπίζουν σε στάβλους ανήλιαγους.
Σβήνει το πλάνο του αφηγητή το άλογο όμως στέκει εκεί και σαν βραδιάσει κουτσά στραβά επιστρέφει στο σανό του και στο μάταιο ονειροπόλημα.
Και κανένας δεν δίνει πια δεκάρα τσακιστή για την πάρτη του.
Κι όλα δίκαια σιγουρα φαίνονται γιατί η ζωή τέτοια είναι.
Και το άλογο συνεχίζει να πίνει και σκαλίζει το ξύλο.
Και τώρα τελευταία ακούει τα φίδια που κροταλίζουν τη νύχτα απέξω.
Και ξέρει πως σίγουρα θα τον αγκαλιάσουν σαν τον θάνατο, συντομότερα από όσο θα ήθελε.
Και τι να κάνεις σκέφτεται έζησα καλή και γεμάτη ζωή, για αυτό έφτασα εδώ.
Κι όλα τ' άλλα σκόνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου