Ο Γκονίγ και ο Μπρατάλ έτρεξαν σαν τα ποντίκια και κρύφτηκαν κάτω από τη γέφυρα. Η ημέρα ήταν η εικοσιοστή δεύτερη του Νοέμβρη και το φεγγάρι φεγγοβολούσε το ποταμό λίγο μετά τις δώδεκα.
Ο Γκονίγ άναψε ένα σπίρτο μπροστά στο πρόσωπο του, κι έμεινε να το κοιτά μέχρι να σβήσει.
Ο Μπρατάλ με την πλάτη στον τοίχο σφύριζε σιγανά ένα σκοπό, ψυθίρησε πως η επανάσταση είναι ένα χέρι κουλό που μόλις απλώσεις το δικό σου να κάνεις χειραψία εκείνο ξεκολλάει και πέφτει στο πάτωμα. Και ο Γκονίγ ρώτησε για ποιο χέρι μιλάς της επανάστασης ή το δικό σου; Το δικό μου απάντησε, σαπίζει και κουλένεται αμέσως από τη ματαιοδοξία της εξουσίας. Πως μπορείς να ξεγελάσεις το ποτάμι Γκονίγ χωρίς να συνεχίσεις κι εσύ προς το χαμό. Σε λίγο ακούστηκαν οι μπότες της περιπόλου να βαράνε πάνω από τη γέφυρα. Έκαναν τσιμουδιά κι όταν πια έφτασαν στην άλλη άκρη ο Μπρατάλ δεν άντεξε και έριξε ένα ουρλιαχτό σαν του λύκου. Τότε έτρεξαν ξανά σα μανιασμένοι μέσα στις στοές ώσπου βγήκαν σε ένα σκοτεινό στενό πίσω από το καπηλειό Un de Troi
του Μπολσεβίρ. Μπήκαν σα στοιχειά με κόκκινα μάτια πειραγμένα από την εσωτερική τους ανταρσία. Πέταξαν ένα κέρμα στο πάγκο και ο Τότεν τους σέρβιρε δυο κονιάκ. Αμέσως έβγαλαν κι οι δυο τα σημειωματάρια τους και πίνωντας και κοιτώντας τους θαμώνες πάσχισαν να κάνουν μουντζούρες στα χαρτιά.
Βλέπω ένα τόπο στο πόδι μου που με μυρίζει σα σκυλί κι ύστερα μου γαβγίζει κι εγώ που δεν έχω που να πάω αρνιέμαι να χαιδέψω το γυρτό του αυτί σάμπως και ακούσει το μυστικό μου.
Είμαι ένας νεκρός που περιφέρεται παράνομα μέσα στη γη των αιώνια νεκρών,
όμως εγώ θα ξεφύγω θα σαμποτάρω το μεγαλεπίβολο θάνατο, μαζί μου θα τον κάνω να μεθύσει να τραγούδησει να κλάψει. Μπρατάλ
Είμαι ένα χέρι το χέρι του Μπρατάλ εγώ το χέρι κάποιου άλλου θα αποκοπώ και θα ξεχειμωνιάσω στη τρέλα να καταλάβω επιτέλους πως τρίζει το ξύλο στη σιωπή, να κάψω το μουστάκι μου να κατουρήσω στο ποτήρι μου το αντικείμενο όπως το χέρι του άλλου να αποδείξω πως έχει μια τροχιά γαλαξιακή που γραντζουνάει τις χορδές τις φαντασίας μου. Να συμπεριλάβω όλα τα ονόματα στις αναμνήσεις μου. Να ξεθάψω όλα τα κόκαλα να τα πετάξω να τα κυνηγήσω μέσα στις ηλίθιες νύχτες που μαρτυράνε την ένδοξη χαρά της ανθρώπινης γελιότητας.Γκονίγ
Οι άνθρωποι συζητάνε, μιλάνε μεταξύ τους εκφράζουν με λόγια τις σκέψεις τους, μερικές φορές καταφέρνουν να επικοινωνήσουν κιόλας, όχι απλά να αυταποδικτούν, να αποδείξουν σε βάρος του χρόνου κάποιου άλλου την ύπαρξη τους.
Φαινομενικά όλα μπορούν να φανούν σαν μέρος της πραγματικότητας.
όμως η πραγματικότητα είναι φυσική, ενώ εμείς όχι.
Αν μπορούσα να σχεδιάσω ένα κόσμο, πως θα μπορούσες να υπάρξεις εσύ.
Αφού δεν σε γνωρίζω.
Το σύνολο μας, συντηρεί το σύνολο σου.
Εκεί κείτονταν σιωπηλοί, στα σφαλιστά βλέφαρα τους κεντούσε η νύχτα με κλωστές καινούρια φορέματα.οι παλάμες τους ανοιχτές, τα δάχτυλα χτυπούσαν στο ρυθμό της αιωνιότητας.
Η Τεσλίνα με τα λιτά μαλλιά στο μαξιλάρι ξεσκέπαστος λαιμός με μια ελιά πως αναβλύζει η θερμότητα.
Ο Γκονίγ κοιμάται απόψε. Και τα όνειρα είναι ένα τσούρμο αμούστακα παιδιά, μια χορωδία στη πόλη.
Είναι γιορτή, κι είναι όλοι οι τρελοί μαζεμένοι.
Μια πρόταση που δεν θα γραφτεί ποτέ.
Ο Γκονίγ άναψε ένα σπίρτο μπροστά στο πρόσωπο του, κι έμεινε να το κοιτά μέχρι να σβήσει.
Ο Μπρατάλ με την πλάτη στον τοίχο σφύριζε σιγανά ένα σκοπό, ψυθίρησε πως η επανάσταση είναι ένα χέρι κουλό που μόλις απλώσεις το δικό σου να κάνεις χειραψία εκείνο ξεκολλάει και πέφτει στο πάτωμα. Και ο Γκονίγ ρώτησε για ποιο χέρι μιλάς της επανάστασης ή το δικό σου; Το δικό μου απάντησε, σαπίζει και κουλένεται αμέσως από τη ματαιοδοξία της εξουσίας. Πως μπορείς να ξεγελάσεις το ποτάμι Γκονίγ χωρίς να συνεχίσεις κι εσύ προς το χαμό. Σε λίγο ακούστηκαν οι μπότες της περιπόλου να βαράνε πάνω από τη γέφυρα. Έκαναν τσιμουδιά κι όταν πια έφτασαν στην άλλη άκρη ο Μπρατάλ δεν άντεξε και έριξε ένα ουρλιαχτό σαν του λύκου. Τότε έτρεξαν ξανά σα μανιασμένοι μέσα στις στοές ώσπου βγήκαν σε ένα σκοτεινό στενό πίσω από το καπηλειό Un de Troi
του Μπολσεβίρ. Μπήκαν σα στοιχειά με κόκκινα μάτια πειραγμένα από την εσωτερική τους ανταρσία. Πέταξαν ένα κέρμα στο πάγκο και ο Τότεν τους σέρβιρε δυο κονιάκ. Αμέσως έβγαλαν κι οι δυο τα σημειωματάρια τους και πίνωντας και κοιτώντας τους θαμώνες πάσχισαν να κάνουν μουντζούρες στα χαρτιά.
Βλέπω ένα τόπο στο πόδι μου που με μυρίζει σα σκυλί κι ύστερα μου γαβγίζει κι εγώ που δεν έχω που να πάω αρνιέμαι να χαιδέψω το γυρτό του αυτί σάμπως και ακούσει το μυστικό μου.
Είμαι ένας νεκρός που περιφέρεται παράνομα μέσα στη γη των αιώνια νεκρών,
όμως εγώ θα ξεφύγω θα σαμποτάρω το μεγαλεπίβολο θάνατο, μαζί μου θα τον κάνω να μεθύσει να τραγούδησει να κλάψει. Μπρατάλ
Είμαι ένα χέρι το χέρι του Μπρατάλ εγώ το χέρι κάποιου άλλου θα αποκοπώ και θα ξεχειμωνιάσω στη τρέλα να καταλάβω επιτέλους πως τρίζει το ξύλο στη σιωπή, να κάψω το μουστάκι μου να κατουρήσω στο ποτήρι μου το αντικείμενο όπως το χέρι του άλλου να αποδείξω πως έχει μια τροχιά γαλαξιακή που γραντζουνάει τις χορδές τις φαντασίας μου. Να συμπεριλάβω όλα τα ονόματα στις αναμνήσεις μου. Να ξεθάψω όλα τα κόκαλα να τα πετάξω να τα κυνηγήσω μέσα στις ηλίθιες νύχτες που μαρτυράνε την ένδοξη χαρά της ανθρώπινης γελιότητας.Γκονίγ
Οι άνθρωποι συζητάνε, μιλάνε μεταξύ τους εκφράζουν με λόγια τις σκέψεις τους, μερικές φορές καταφέρνουν να επικοινωνήσουν κιόλας, όχι απλά να αυταποδικτούν, να αποδείξουν σε βάρος του χρόνου κάποιου άλλου την ύπαρξη τους.
Φαινομενικά όλα μπορούν να φανούν σαν μέρος της πραγματικότητας.
όμως η πραγματικότητα είναι φυσική, ενώ εμείς όχι.
Αν μπορούσα να σχεδιάσω ένα κόσμο, πως θα μπορούσες να υπάρξεις εσύ.
Αφού δεν σε γνωρίζω.
Το σύνολο μας, συντηρεί το σύνολο σου.
Εκεί κείτονταν σιωπηλοί, στα σφαλιστά βλέφαρα τους κεντούσε η νύχτα με κλωστές καινούρια φορέματα.οι παλάμες τους ανοιχτές, τα δάχτυλα χτυπούσαν στο ρυθμό της αιωνιότητας.
Η Τεσλίνα με τα λιτά μαλλιά στο μαξιλάρι ξεσκέπαστος λαιμός με μια ελιά πως αναβλύζει η θερμότητα.
Ο Γκονίγ κοιμάται απόψε. Και τα όνειρα είναι ένα τσούρμο αμούστακα παιδιά, μια χορωδία στη πόλη.
Είναι γιορτή, κι είναι όλοι οι τρελοί μαζεμένοι.
Μια πρόταση που δεν θα γραφτεί ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου