μηδέννή



Ακριβώς στο τίναγμα του σεντονιού ένα πουλί ήρθε κι έκατσε στο κάγκελο. Ο Παντελής φτερνίστηκε κι έψαξε για τσιγάρο. Η Αθήνα φαινόταν σα μια χούφτα χώμα με ταράτσες. Η Μίνα ήταν άνετη στη ξαπλώστρα έτοιμη να κοιμηθεί, ξαφνικά όμως μουρμούρισε κάτι. Ο Παντελής έστριψε ακόμα ένα τσιγάρο και της το έδωσε. Εκείνη ξαπλωμένη με τα γυαλια της να κρέμονται από το πρόσωπο της το άναψε βήχωντας κι ύστερα ανασηκώθηκε. Ήταν ακόμα Άνοιξη κι είχαν χώσει τα κεφάλια τους κάτω από τον ουρανό. Στο δάπεδο της ταράτσας δίπλα στις ξαπλώστρες ήταν πεταμένα τρία βιβλία.

- Δεν θα ταν σπουδαίο να είμασταν σχεδιαστές συννέφων.

Η Μίνα δεν απάντησε. Ρούφηξε μοναχά μια γουλιά φραπέ και μάζεψε τα μαλλιά της. Έκατσαν εκει για άλλο ενα μισάωρο και κατέβηκαν στη πλατεία, είχε αρχίσει ήδη να σουρουπώνει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

είσοδος πολυκατοικίας

τούτο το φως που δανείζεσαι χωρίς ντροπή και το οξυγόνο τις λέξεις που άλλοι τόσοι αποθέωσαν εσύ περνάς από τη μηχανή των μηχανών χωρίς αιτί...