εσύ,
εσύ,
ανθός πικρός στο χώμα,
σε έβρεξε ο ουρανός,
και πέταξες ιδέες,
έβγαλες ποδια και να σαι,
στις ακρογιαλιές, και στα βιβλία μπροστά,
να συνθλίβεσαι στα κύματα,
εσύ,
εσύ,
μαζεύοντας πια κουράγιο,
να αντέξεις το χειμώνα,
τους χειμώνες, το χειμώνα,
να βρεις το δίκιο σου,
με δανεικά.
τούτοι οι ιστοί της υπνηλίας και της κούρασης τραβούν το μέτωπο μου, προς τα κάτω, και το βαραίνουν με ύπνο και όνειρα μαύρα, αδιαχώριστα.
είναι οι αράχνες της νύχτας, που προετοιμάζουν την πτώση μου στο στρώμα.
υφαίνουν το όνειρο στα κόκκινα μου μάτια.
εμπρός.
εσύ,
εσύ,
που γδύνεσαι εύκολα,
που ανασαίνεις με δυσκολία την άνοιξη,
που ξέρεις τα μισά νησιά,
με το μικρό τους,
στροβιλίζεσαι καρφωμένη,
είναι μέχρι να τελειώσει ο πίνακας που σου ετοιμάζει ο μεγάλος ζωγράφος,
είναι μέχρι να δεις με τα μάτια σου την παλέτα σου, πόσο μπορεί να ξεφτίσει.
εσύ,
τί είσαι εσύ;
για σένα.
Γιατί εγώ σε βλέπω με τα δικά μου μάτια, και από απόσταση.
Μπορεί να γνωρίζω το χάδι,
να ξέρω την έρημο του κορμιού σου,
πόσο ανέγγιχτη πραγματικά, τη νύχτα στα σεντόνια εφάπτει.
Είμαι εδώ.
Γιατί είσαι εκεί.
Είναι απλό.
Εγώ ταίζω τη γάτα,
εσύ ταίζεις το καναρίνι.
Το πρόστιμο είναι διπλό.
Με αφαίρεση χαράς.
Στην αποψινή γύρα της γης, στον αργό χορό της, εμείς μείναμε μονάχοι, ξέμακροι.
Ντροπή.
εσύ,
εσύ,
θα χάσεις, όπως χάνουν όλοι.
όπως κι εγώ.
έχασα εσένα κι εμένα.
και όλο τον ρυθμό που γέμισα κάποτε, ακόμα τον σκορπάω στις μηχανές των μηχανών των ανθρώπων.
σε φιλώ, λες και δεν θα ήταν καλύτερα όντως να σε φιλούσα.
Να το ψέμα που προσπερνούμε.
Ντροπή.
Για την αγάπη αυτή, ίσως θα έπρεπε να ήμουν πιο τρελός.
Αλλά προτίμησα νωρίς την μοναξιά της μάζας, κι όχι του ιδιαίτερου, γιατί αυτή δεν την αντέχει κανείς.
Χρειάζεται λίγη λογική.
αλλιώς οι σκέψεις μας είναι τόσο αχόρταγες, κι οι άνθρωποι τόσο σκληροί.
Καληνύχτα.
λες και η νύχτα θα κάνε ποτέ κακό σε κανέναν.
γελάω.
εσύ,
ανθός πικρός στο χώμα,
σε έβρεξε ο ουρανός,
και πέταξες ιδέες,
έβγαλες ποδια και να σαι,
στις ακρογιαλιές, και στα βιβλία μπροστά,
να συνθλίβεσαι στα κύματα,
εσύ,
εσύ,
μαζεύοντας πια κουράγιο,
να αντέξεις το χειμώνα,
τους χειμώνες, το χειμώνα,
να βρεις το δίκιο σου,
με δανεικά.
τούτοι οι ιστοί της υπνηλίας και της κούρασης τραβούν το μέτωπο μου, προς τα κάτω, και το βαραίνουν με ύπνο και όνειρα μαύρα, αδιαχώριστα.
είναι οι αράχνες της νύχτας, που προετοιμάζουν την πτώση μου στο στρώμα.
υφαίνουν το όνειρο στα κόκκινα μου μάτια.
εμπρός.
εσύ,
εσύ,
που γδύνεσαι εύκολα,
που ανασαίνεις με δυσκολία την άνοιξη,
που ξέρεις τα μισά νησιά,
με το μικρό τους,
στροβιλίζεσαι καρφωμένη,
είναι μέχρι να τελειώσει ο πίνακας που σου ετοιμάζει ο μεγάλος ζωγράφος,
είναι μέχρι να δεις με τα μάτια σου την παλέτα σου, πόσο μπορεί να ξεφτίσει.
εσύ,
τί είσαι εσύ;
για σένα.
Γιατί εγώ σε βλέπω με τα δικά μου μάτια, και από απόσταση.
Μπορεί να γνωρίζω το χάδι,
να ξέρω την έρημο του κορμιού σου,
πόσο ανέγγιχτη πραγματικά, τη νύχτα στα σεντόνια εφάπτει.
Είμαι εδώ.
Γιατί είσαι εκεί.
Είναι απλό.
Εγώ ταίζω τη γάτα,
εσύ ταίζεις το καναρίνι.
Το πρόστιμο είναι διπλό.
Με αφαίρεση χαράς.
Στην αποψινή γύρα της γης, στον αργό χορό της, εμείς μείναμε μονάχοι, ξέμακροι.
Ντροπή.
εσύ,
εσύ,
θα χάσεις, όπως χάνουν όλοι.
όπως κι εγώ.
έχασα εσένα κι εμένα.
και όλο τον ρυθμό που γέμισα κάποτε, ακόμα τον σκορπάω στις μηχανές των μηχανών των ανθρώπων.
σε φιλώ, λες και δεν θα ήταν καλύτερα όντως να σε φιλούσα.
Να το ψέμα που προσπερνούμε.
Ντροπή.
Για την αγάπη αυτή, ίσως θα έπρεπε να ήμουν πιο τρελός.
Αλλά προτίμησα νωρίς την μοναξιά της μάζας, κι όχι του ιδιαίτερου, γιατί αυτή δεν την αντέχει κανείς.
Χρειάζεται λίγη λογική.
αλλιώς οι σκέψεις μας είναι τόσο αχόρταγες, κι οι άνθρωποι τόσο σκληροί.
Καληνύχτα.
λες και η νύχτα θα κάνε ποτέ κακό σε κανέναν.
γελάω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου