Περί γαμηλιότητας

Ο ιερέας Ευγένιος ξάπλωσε στο κρεβάτι του βάζοντας μουσική. Η νέα χρονιά πρόβαλε θεαματικά.
Όλα ήταν στη θέση τους.
Ο ιερέας Ευγένιος είχε πιει.
Η ζήλια του ήταν περασμένο στη ζώνη μαχαίρι.

Ο ιερέας κοιμήθηκε.
Κι όταν ξύπνησε ύμνησε τον κύριο.

τσεκσεπερίπτωσηπουποτεδιαβαστειαυτοαληθεια?

Όταν συνέχισε να καταρρέει, κι ο χρόνος ήταν ήδη αρκετός, και το πρόσωπο του είχε ξεφτίσει.
Η ποίηση θέλησε να επαναστατήσει.

κι απ' τίς κοινές λογικές απ' τα θρυψάλα.
κομμάτια μεγάλα λιανά καταβροχθίζει

και δευτερεύον άσκηση τηλεόραση ερασμίτης
καταβολή παλιά
κι απ αριστερά ακουμπόοντας, όπως όλοι.


Τι σκηνικό.
Από το αρχηγείο
απαε
απαε 

ιντερ - νετ 2004

Η ομορφιά σε παρένθεση.
                                ()

Ω, το ματοείδατο το κέλυφος να σπάει.

αμαρτωλοί{}  .

Έλθετε, ικανοποιώντας τη βλάστηση των εχεδνών νυμφών.

Μελλον


οπτασλιαακαταβικοντη
συνθεσάιζερ


η εξέλιξη είναι η τελευταία κουβέντα του παρελθόντος.


επιστροφή στον χρόνο
αμεσότητα ευελιξία
ευεγενής εποχές μαζοχισμού.

πίστη αλχημεία
         υ

κοιτούν κοιτούν μα δε βλέπουν, πελαγώνουν σε άνυδρα νησιά.

Λογοθέτης
Παναγιώτης

Η γυρισμένη πλάτη

Ξαπλωμένος κοιτούσα το ταβάνι, και τότε σκέφτηκα πως ο χρόνος είναι η ανθρώπινη μονάδα μέτρησης. Κι η στιγμή είναι το ποιητικό σκεύος που διατηρεί το ανθρώπινο σε αυτό που μεταβάλλει ο χρόνος. Η στιγμή, το τώρα, είναι το ανυπέρβλητο σημείο.

Είχα γίνει μικρός, αρκετά μικρός. Μέσα σε ένα άπλυτο πιάτο σκεφτόμουν τις λύπες της ζωής.
Τότε δυο χέρια άρπαξαν το πιάτο και το τοποθέτησαν στον νεροχύτη. Άνοιξαν τη βρύση και άρχισα να στροβίλιζομαι. Κάπως έτσι είναι αυτή η συμβιβασμένη με το χρόνο αίσθηση τόσο συμβιβασμένη που κάνει το χρόνο κάτι ύστερο. Ο στροβιλισμός στο νεροχύτη μέχρι να καθαριστούν τα πάντα, μέχρι να μείνεις μόνος αν δεν έχεις γίνει τόσο μικρός που να πέσεις μέσα στο σιφόνι. Αλλά όχι μέχρι τώρα, μένω εκεί μονάχος με την καθαρότητα της μικρής μου ερήμου για λίγο. Τα κίτρινα μάρμαρα που γυαλίζουν στο φως της κουζίνας, κι εγώ μούσκεμα να σκαρφαλώνω πίσω στην επιστροφή στην ύπαρξη οπτικής.

 Μία άλλη μέρα από τις μέρες που ήμουν μικρός ήμουν στο γραφείο. Όταν μας έρχονται μηνύματα πρέπει να απαντήσουμε ένα απλό 'ρεπ'  και μετά F3 συντομογραφία ενός μεγαλύτερου μηνύματος, για να λάβει επιβεβαίωση ο πελάτης πως είδαμε το μήνυμα του. Εκείνη την ημέρα προσπαθούσα επί ώρες χοροπηδώντας στο πληκτρολόγιο να απαντήσω σε ένα και μόνο μήνυμα. Ήμουν όμως και μικρός και ελαφρύς και έπρεπε να καταβάλλω τεράστιες προσπάθειες για να απαντήσω  σε ένα μόνο μήνυμα. Καμιά φορά πηδούσα με τόση ένταση που  πληκτρολογούσα κάποιο γράμμα δύο ή τρεις φορές, αυτό σήμαινε πως έπρεπε ύστερα να καταβάλλω  την ίδια προσπάθεια για να το σβήσω.  
όταν επιτέλους τα κατάφερα είχα μείνει μόνος, μάζεψα τα πράγματα μου καταβεβλημένος και φεύγοντας κλείνοντας τα φώτα κοίταξα το τοπίο των βιβλίων των ραφιών και των γραφείων.
Έκλεισα την πόρτα και κλείδωσα τον ευατό μου μέσα για ένα χρόνο. Από τον εγκλεισμό και τη συνήθεια ακόμα και τώρα καμιά φορά ξεχνιέμαι και κλειδώνομαι μέσα.

Καμιά φορά οι άνθρωποι δεν μπορούν διαχειριστούν πολλά συναίσθηματα. Τότε επικαλούνται τα ρομπότ τους. Εκείνα μιλούν για αυτούς. Εκείνα κρατούν τις αποστάσεις των λογικών σημείων.
Η μοριακή δομή της λογικής που απειλείται. Και τότε ήμουνα μικρός, με μία λεπτή υπόκωφη φωνή.
Κι έπρεπε να απαντήσω στο τώρα, στο ανυπέρβλήτο σημείο. Τότε ήταν που είχα μείνει κλειδωμένος στο γραφείο,τότε ήταν που προσπαθούσα να σκαρφαλώσω τα κίτρινα μάρμαρα του νεροχύτη, τότε ήταν που γύρισα την πλάτη. Όχι σε εσένα αλλά σε εμένα.

Ξέρεις το πάνω μέρος του σώματος που κουβαλά μέσα του όλα τα υλικά μας, μερικές φορές είναι βαρίδι, για αυτό τα καλοκαίρια αποφεύγω να κολυμπάω στα βαθιά. Είναι σαν μεταλλικό βάζο δοχείο, που κουρνιάζει ο θάνατος κι η υγρασία των βάλτων, που τσιμπάνε τα κουνούπια, που κουλουριάζουν τα φίδια, που κολυμπούν οι κροκόδειλοι.

Γράφω γιατί έχω κερδίσει αυτό το δικαίωμα στο τωρα, κi όσο μικρός κι αν γίνομαι είναι γιατί με κοιτώ από απόσταση, μέσα στην πόλη αυτή σε αυτή τη χώρα σε αυτό τον κόσμο.
Επαναστατώ στον εαυτό μου. Το κύριο δημιούργημα της φυλακής μου.

βιομηχανία

Κι όμως υπήρχε μια μικρή ρωγμή μέσα στο αριστερό πλευρό του.
Εκεί συντηρούσε τη θλίψη των ημερών.
Ραμμένη πληγή με ασημένια κλωστή, και κιτρινισμένα τύμπανα κρεμασμένα στους διαδρόμους.
Σημειωματάριο με ιστορίες της ζούγκλας, κι ένα κολιέ ινδιάνικο κλεμμένο.
Τετράγωνη οπτική αναιμία. Παρείσακτα δέντρα στη σκιά μας.

Κι οι πολιτείες σαν καρφίτσες, σε πέτο γυναικείο , σε δείπνο σκοτεινό.
Κι οι αναμνήσεις κεφάλια που κυλάνε, κατηφόρες σουλατσάρουν, πόδια αιωρούνται στο κενό.

Τέτοια ώρα που με βρήκες,οι δείκτες κρύβονται ο ένας πίσω από τον άλλο.
Κι ο ελέφαντας μέσα στο δωμάτιο,εκατόν ενενήντα σελίδες, παθιασμένου ύφους.
Ο άνθρωπος δίπλα στις γραμμές του τρένου, τα χέρια του τεντώνουνε τη γη.
Δέκα χιλιάδες ίνες , νύχια βαμμένα, σπασμένα τακούνια που ρωτούν.


Είναι ο νέος ήχος, είναι το νέο σκεύος, είναι ένα διάστημα υπεραρκετό.


ταξιδιωτικές παραλλαγές ταξιδιωτικών οδηγών από ταξιδιωτικούς πράκτορες

                                                               το μαύρο χρώμα

                                              με μια ανίκητη σπουδή στην ολότητα

                                                 αποδοκιμάζει άραγε τη φαντασία

                                      ή σαγηνεύει  το μάτι και το κυριεύει στον ύπνο

                                          κάθε μαύρο χρώμα δεν είναι ένας κύκλος

                        μια αριθμητική δεξιότητα που συναρπάζει με την απολυτότητα του

                                              κι η μουσική από που προοκύπτει

                  κι όταν η μέρα κλείνεται στα μάτια σου δεν είναι ηλεκτρισμός που χορεύει

                            η συνουσία εξελίσσεται μέσα ή εκδηλώνεται εξωτερικά


η μουσική δεν είναι ο πίνακας της σιωπής
δεν είναι τα βήματα του χορευτή που πάτησαν
όλη αυτή η ροή που αποσύρει την απολυτότητα
την κυριαρχία
την αυτοκρατορία
του μαύρου χρώματος
αυτό δεν είναι ζωή
ο ρυθμός αποδέσμευσης του μαύρου χρώματος από το θρόνο του


η βαρύτητα
μετεωρίζει
τα άστρα
και τις ψυχεδελικές της ριζες
βουτάει στα σωθικά μας
κι όλοι σκορπίζουμε σαν όργανο σπασμένο

το μαύρο χρώμα είναι η αιτία κάθε δημιουργίας
αφοπλίζεται
με μια ανάσα
κι έτσι πάντα επιστρέφει σε μια αρχική μορφή που ταξιδεύει στο χρόνο
η λήθη είναι το βότσαλο κι η λίμνη
κάθε πράξη απλώνεται σε καθρέφτη

το παιδί παίζει με το παιδί μέσα του
το παιδί μέσα του παίζει με το μαύρο χρώμα.
δεν υπάρχει καμία ύλη αντάξια του χρόνου.
και το παιδί μέσα του είναι ο άνθρωπος.

φθινοπωρινά

ο ύπνος έγειρε μέσα στο κουτάλι,
κοίταξε το σκούρο πρόσωπο του στο μεταλλικό καθρέφτη,
θρύψαλα χάιδεψαν το ύφος του,
κι απέσυραν τη σκηνή για απόψε,
δυο άλογα που χάνονται με σταθερό βήμα μέσα στο δάσος.

εκτέλεσαν τη κερασιά.
κι ο χρόνος κύλησε
κι ύστερα τα σύννεφα ξέσπασαν σαν τριμμένος σπάγγος.

το πρωί.
ο ύπνος δεν ήταν περισσότερο.
τίποτα λιγότερο.
ήταν ακριβώς όσο και το βάρος του μέσα στη παλάμη σου.

η πόρτα έκλεισε με τον ξύλινο της ήχο.
κι οι ψίθυροι απέγγειλαν τη νέα χώρα.

Κριτική

Μια ανάλυση πάνω στην κριτική.
Μια ανάλυση στην ανάλυση της κριτικής.
Μια τυχαία συνάντηση κάτω από μία γέφυρα.
Ένα ραντεβού για καφέ, μέσα στο τούνελ.


Η Θεωρία Σχήµατος (ΘΣ) (“schema theory”), που προτάθηκε από τη
Marshall (1995), εστιάζεται στα προβλήµατα ρουτίνας, τα οποία αποτελούν
την πλειονότητα των µαθηµατικών προβληµάτων µε τα οποία έρχονται σε
επαφή οι µαθητές κατά τη φοίτησή τους στο δηµοτικό σχολείο.

Αναγνωρίζεται ότι µέσω της επίλυσης προβληµάτων οι µαθητές αποκτούν
νέους τρόπους σκέψης, θετικότερη στάση έναντι στην αντιµετώπιση
προβληµατικών καταστάσεων και χρήσιµες δεξιότητες τόσο εντός όσο και
εκτός του σχολείου. Παράλληλα, αναπτύσσεται η επιµονή και η περιέργειά
τους (NCTM, 2000).
Επίλυση Προβλημάτων με βάση τη Θεωρία Σχήματος: Εμβαθύνοντας στην Καινοτομία Χαραλάμπου Χαραλάμπους Λευκωσία 2004

Η μεταβολή του καιρού οφείλεται
στη μεταβολή
μεταβολή

ο παράγοντας Χ
και ο ήλιος
και μια γάτα
στη κορυφή
ενός τριγώνου

προκαλούν τον υπαινιγμό καθώς
στιβάζουν τις εποχές στα κάρα
η μεσαιωνική διδαχή
και το παγωμένο νερό
ας επανέλθουμε στην κριτική
ας επανέλθουμε όλοι στην κριτική
στην ουσία της υπόθεσης
ας υποθέσουμε
με κριτική
ας φτιάξουμε μια σαλάτα.

Σάλιφας σαλικάν

Απεναντίας, εγώ προσπαθούσα να υποκύψω.
Το αποτέλεσμα, κατέφυγε τρανά διωγμένο.
Μέσα στην απερισκεψία του εναρμονίστηκε με τους εχθρούς.
Τα συμπεράσματα εμβάθυναν την θλίψη, τη μελαγχολία της σκέψης.
Κάτσαμε σκυφτοί, να κοιτούμε τις πέτρες.
Πέτρες μέλλοντος λιθοβολισμού.
Προσπάθησα ξανά να εξηγήσω πως ήμασταν απροετοίμαστοι.
Ψυχικά.
Βέλη συνόδευσαν τη σιωπή μας, εκείνα τα βέλη που ενοχλούν σαν αγκάθια σε στενό μονοπάτι.
Από όλες τις πλευρές που έτειναν να μας συνθλίψουν, η πιο σκληρή ήταν αυτή που μας χώρεσε.
Κι έτσι ακολουθήσαμε την έρημό της, κι έτσι πέρασαν χρονιές χωρίς γάλα και καρύδα.
Ότι πιο πρόσφατο μπορώ να μετρήσω είναι τα δάχτυλα που μου στέρησε ο πόλεμος.
Ότι πιο πρόσφατο κέρδισα, είναι ο χαμός του άλλου για πάντα.
Ο άλλος χάνεται, χάθηκε, εξαφανίζεται, εξαφανίστηκε.

Το νησί είναι μια τυχαιότητα του χώρου.
Το καλοκαίρι εξάνθημα.
Πυγολαμπίδες εισαγωγής. 

                                                 Σάλιφας σάλικαν
                                            

Ο Μύλος / Ιούλιος

    Ο κ. Νόρτον βρισκόταν στο εσωτερικό ενός σπιτιού και πιο συγκεκριμένα ξαπλωμένος μπρούμυτα στο κρεβάτι του υπνοδωμάτιου. Οι συνθήκες σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαν να περιγραφούν ως ξεκάθαρες. Με όση σιγουριά μπορεί να χωρέσει στην εξής πρόταση, ο κ. Νόρτον δεν μπορούσε να αποφασίσει ποια ηταν η ακριβής χρονιά την οποία διανύει. Οι αποστάσεις μεταξύ των ανθρώπων ήταν τεράστιες όπως συνήθως. Η μόνη σημαντική διαφορά ήταν πως ο κ. Νόρτον πλέον ήταν ένας φοβισμένος άνθρωπος. Κι αυτό είναι μια πολύ μυστική σκέψη. Κάθε στιγμή έχει ένταση, εκείνη την ένταση του χαμού, εκείνη την ένταση του θανάτου, εκείνη την ένταση που προμηνύει λήθη, και καμιά επιστροφή.Το εισητήριο που τρυπά μοίρα σκληρή, με το σημάδι της τρέλας.
 
    Η Σαλίς Αχρίμ Χρανά, ήταν ένα εργαστήριο πειραμάτων. Η τότε εκτελεστική επιτροπή επέλεξε να ξεκινήσει μια σειρά πειραμάτων υλιστικής και άυλης εκτόνωσης των εγκεφαλικών νεύρων.
Ο κ. Νόρτον μεταξύ των κ. Ντάργουις και κ. Πέλεγκραμ ήταν τα πρώτα πειραματόζωα της ουσίας ΖΦ.
Η ΖΦ είναι μια πολύ δυνατή ουσία που επιδρά στις νευρώσεις του εγκεφάλου ρυθμίζοντας βάση ενός ανεξέλεγκτου λογισμικού την συμπεριφορά του πειραματόζωου.
Τα συμπτώματα είναι ακόμα θέμα προς αμφισβήτιση αλλά συνοψίζονται μέχρι στιγμής στα εξής:
κυκλοθυμία, κατάθλιψη, έλλειψη παροντικής αντίληψης, φόβος, κρίσεις εσωτερικής φύσεως, απελπισία, τύψεις, ενοχές, αδυναμία έκφρασης αληθινού συναισθήματος, και διαρκή δημιουργία συναισθηματικών εντυπώσεων της κάθε παρούσας κατάστασης έτσι ώστε το υποκείμενο να επιδρά στην πραγματικότητα όντας πάνω σε αυτή σαν κριτής και θέτοντας τον εαυτό του σε τρίτο πρόσωπο.
Τέλος το εγώ χωριζεται σε πολλά πρόσωπα που πολεμούν μάταια να κατακτήσουν ένα ήδη χαμένο εαυτό.

    Ο κ. Νόρτον ήταν επικεφαλής ενός ιντερνετικού τμήματος αποστολών βιβλίων. Απαντούσε σε ηλεκτρονικά μηνύματα και φρόντιζε να υπάρχουν πάντα εκτενείς λίστες με βιβλία που εκκρεμούν από παραγγελίες. Η αλήθεια είναι προσπαθούσε να αγγίζει όσο λιγότερο μπορούσε πλέον τα βιβλία.
Αυτά τα χίλια ψέμματα ανάμεσα στα δάχτυλα.

    Ο κ. Νορτον βρίσκεται μέσα στη κρεβατοκάμαρα. Ξαπλωμένος με το κεφάλι μέσα στο μαξιλάρι μουρμουράει σε μιαν άγνωστη γλώσσα ποιήματα από το διάστημα.


αγκνόν σαμιγιέ βαλκάλ χας
κορτό νις με χάλισορ γκεν
θέρβι βας νεμ,
ξερ ώακινό λίσβα χαμπάτ
δισλ νασλίμ χαραβάτ,
αλντό αλντό ψαρβά
αλντό αλντό μεσχνά


Στο μυαλό του κ. Νόρτον ξεφυσά μια ιδέα πως η γλώσσα είναι η δημιουργία και ο κωδικάς της αθανασίας, όπως το μυαλό επιβάλλει την πραγματικότητα έτσι και η ανάλυση ή αλλιώς ο κώδικάς της πραγματικότητας εάν εξετασθεί μπορεί να δημιουργήσει τις συνθήκες για επαναπρογραμματισμό του μυαλού σε νέες διαστάσεις και δυνατότητες.

Η όποια δυναμική βασίζεται στη προσπάθεια της διαγραφής της λέξης θάνατος.
Η δεύτερη λύση είναι πιο δύσκολη και εξετάζει την μετάλαξη του χρόνου σαν νόημα ή ακόμα και διαγραφή.

Από το μυαλό του κ. Νόρτον επίσης ξεφυσά πιο ελαφρά μια ιδέα πως ετούτες οι σκέψεις είναι προιόν της ΖΦ και όποιο αποτέλεσμα προκύψει θα κλαπεί από την εκτελεστική επιτροπή της Σαλίς Αχρίμ Χρανά.

Ο κ. Νόρτον όμως κρατά μυστικό.
Ο κ. Νόροτν βυθίζεται στα όνειρα και εκεί δουλεύει πραγματικά.

Ο σκύλος τρέχει να πιάσει την μπάλα
Γκαρντί βρέχμε πολβή ρακούρ.

Η κοπέλα τινάζει τα μαλλιά της και κοιτάει τον ήλιο.
Νασλί πολβερί κονάγ φεστγί λαμούτ φεσλί σαρσά.

Το αγόρι αγαπάει τον ίσκιο και τον ίσκιο μισεί.
Νελντάν φίσμερι σουνέμ σορκί, φίσμερι σουνέμ ξαγιάτ.

Η μουσική είναι το κρύσταλλο που βρυχάται τη σιωπή του για να μη σπάσει. 
Γίκελο νελ κριμπάχ νοζλί σαβάς ιλκέλ ντασχνό ντιλνάζ σορόγκι κριδ.

Ο κ. Νόρτον ελπίζει απειροελάχιστα κι ύστερα ξυπνά μέσα στην Σαλίς Αχρίμ Χρανά.
Κι εκείνη που πορεύεται κάτω από διαφορετικά άστρα τον απελπίζει.
Εκείνη τον τιθασεύει και ήπια τον στέλνει στο ριμαδιό των ακέφαλων προσκόπων.
Κι εκείνος αντιστέκεται στα άστρα της γιατί σε κείνη είναι δοσμένος.
Και ξέρει μέσα του πως να ραγίσει το κρύσταλλο που βρυχάται τη σιωπή του για να μη σπάσει.
Ξέρει το τραγούδι του Ρασάμ Κλιενγί

βάριμο φελ
βάριμο κόδ
νίζελμι φαντ
ντάρσιγιο θελ

κίκεδο ντομπ
σίλεφο βαν
μάλπιλο σκεγ
ντόλεβε φομπ

σαλά φερμέντ κολκαρορί
σαλά φερμέντ νισκάλ ζιλί


Ίσως  στο μυαλό του κ. Νόρτον γεννιέται η ιδέα της διαφυγής, η ακόμα της δραπέτευσης.
Ο κ. Νόρτον ξεκινά την εξαφάνισή του.
Ένα σχέδιο στη γλώσσα των φεγιόζ.



Σαλίς Αχρίμ Χρανά

Τη γλώσσα που φτιάχνει με χορό νοήματα,
κι ακίνδυνα νομίζεις πως ψαχουλεύεις αιτίες κι επικυρήξεις,
της καρδιάς καρτέρι κατασκοπείας.

Στη θάλασσα που κλέβει το βάρος των σωμάτων, στη θάλασσα που ξεγελά.
Εκεί στα γάλατα νερά της κλειδώσανε τα άκρα σε αγκαλιά.

Αφέθηκαν τα σκόρπια άχυρα μας, και μούσκεψαν σε καλοκαιρινή βροχή.
Μείναμε εκεί και βλέπαμε τα ίδια σχήματα στα σύννεφα.
Κι όπως κάποιος σκαλίζει ένα χωράφι,
τα σωθικά μου ανασκαλίζει ο χρόνος της παραδοχής και της απόστασης.

Πίσω στη πόλη τη Σαλίς Αχρίμ Χρανά,
τρίτη πόρτα του καλοκαιριού,
εγώ και οι κατσαρίδες ζαλισμένες,
κι όλα τα πλάσματα σε εσώτερη φυγή σε καταδίκη.
Γύρνα να κάτσουμε μονάχοι,μες στο σκοτάδι ας είναι μόνο μια φορά.

πρώταυγο

την ξερόβεργα,
που χαμολάει πάνω σε κιο το περβάζι εδώ και μήνες,
τηνέ βάφτισε ο παππούς Ρίτσα,
κι αν τύχει στο νησί και καθήσουμε τη νύχτα έξω στη θάλασσα,
σπάμε λαιμό και κοιτούμε τ' άστρα.
κακό δεν είναι ,που και που πέφτουν.
Έτσι περνούνε μέρες κι άλλωτε μήνες, κι όσο θυμάμαι κείνη τη θάλασσα μανιασμένη καμιά φορά σκιάζομαι, τέτοια λύσσα δεν αντέχει κορμί.

η φύση λένε στο χωριό είναι εκείνο που δε περιγράφεται.
κι ότι περιγράφεται ας μονάσει στο φάρο του.
ότι προστετεύει είναι μόνο του.

τα μαλλιά σου αλήθεια ήταν μαλακά,
κι ακόμα στην Αλίς Βερίς Καρκά δεν ζει κανείς. 

ντιουν

-Ανασυνταχτήτε! φώναξε η κόκκινη φωνή.
Καμιά απάντηση. Καμιά προέλευση.
Σκόρπιες φλούδες.

The highway

Someone shut the door.An engine started. This lovely evening was disturbed by attitudes. The speed limit in this city is 50 miles per hour. Cars run faster. There was an elephant behind the bars asking for his evening snack. Paul picked up the phone and dialed a number. On the other side of the line Marlene listened very closely. Two cars parked outside her house but suddenly everything's was too quiet. Paul hang the phone and ran to his car. What was about to take place was a cruel iccident, and now after it's end, is taken care of from the police.

Paul died after 2 days, founded dead inside his car far past route 62 in the desert. They didn't find his boots nor the golden key, which the cops  knew nothing about.

Slick Billy Joel was at his office reading his morning newspaper while drinking his coffee. In the room was also Lasso Krieg who explained to his boss how he failed to find the golden key. Slick Billy Joel didn't raise an eye, focused in his newspaper. But when Lasso Krieg finished his talking, he opened a draw took out a gun and left it in the desk.
- You know mr. Krieg what type of gun is this?
- Sure sir! It's your old colt.
Then Slick Billy looked him in the eyes and pointed his kneecap.
- Well let's see how it's working shall we?and shooted Lasso who his face turned red but didn't make a noise untill Preston and Gary came in and dragged him to the doctor.

After three months one fine morning where the weather was cold like hell Jack Murray was taking his first steps outside the federal prison of Chino. Noone was there to pick him up, so he started walking untill a passing car took him to the train station. There he opened his locker number 44 and took out 10,000 dollars in a blue bag a gun and the golden key. He knew very well what was needed too be done.

μηδέννή



Ακριβώς στο τίναγμα του σεντονιού ένα πουλί ήρθε κι έκατσε στο κάγκελο. Ο Παντελής φτερνίστηκε κι έψαξε για τσιγάρο. Η Αθήνα φαινόταν σα μια χούφτα χώμα με ταράτσες. Η Μίνα ήταν άνετη στη ξαπλώστρα έτοιμη να κοιμηθεί, ξαφνικά όμως μουρμούρισε κάτι. Ο Παντελής έστριψε ακόμα ένα τσιγάρο και της το έδωσε. Εκείνη ξαπλωμένη με τα γυαλια της να κρέμονται από το πρόσωπο της το άναψε βήχωντας κι ύστερα ανασηκώθηκε. Ήταν ακόμα Άνοιξη κι είχαν χώσει τα κεφάλια τους κάτω από τον ουρανό. Στο δάπεδο της ταράτσας δίπλα στις ξαπλώστρες ήταν πεταμένα τρία βιβλία.

- Δεν θα ταν σπουδαίο να είμασταν σχεδιαστές συννέφων.

Η Μίνα δεν απάντησε. Ρούφηξε μοναχά μια γουλιά φραπέ και μάζεψε τα μαλλιά της. Έκατσαν εκει για άλλο ενα μισάωρο και κατέβηκαν στη πλατεία, είχε αρχίσει ήδη να σουρουπώνει.

Τανγκό στο Χάρλεμ

Θυμάμαι, το πάτωμα ήταν ξύλινο και το ταβάνι. Τα βιβλία ξεγελούσαν από μακριά.
Κι όλες οι συνταγές των τυφλών,
ήταν γραμμένες
και σβήνονταν αιώνια με επιστροφή.

εκκεντριδών νυχτών

Από τις άκρες ως τα γυμνά της πόδια πάνω στο σεντόνι, όλοκληρη η μέρα, κρεμόταν απ το παράθυρο. Κι αυτό το συρμάτινο ποδήλατο πάνω στο ράφι γυάλιζε στο χορό της κουρτίνας. Κι εμείς είχαμε ξυπνήσει τυχαία τούτη τη μέρα και δρασκελίζαμε στο σπίτι με ριξιές από υφάσματα και οφθαλμαπάτες στον πρωινό καπνό.

                                                        Άνοιξες εκείνο το πλατύ βιβλίο με τους μεγάλους σβέρκους των βυθών και τα υπόγεια χρώματα, και με τα λεπτά σου δάχτυλα μου έδειχνες τις χθεσινές σου βόλτες.
Ποτέ σου δεν διάλεγες κοσμήματα, εκείνη τη μέρα όμως είχες περασμένο ένα δαχτυλίδι λες και το κέρδισες στο όνειρο. Μέχρι την ώρα του φαγητού είχε εξαφανιστεί.

Κοιτώντας τη θαλάσσα, κάθε στιγμή βλέπεις τη θάλασσα. Το πρόσωπο δεν πρέπει να αναγνωριστει. Το καλύπτουν τα σύννεφα. Με επιστολές γραμμένες με μπλε στυλό, σου έγραφα κάθε βράδυ. Τώρα είμαι εδώ.

Οι μαρτυρίες των αγράμματων ένα

Ο Γκονίγ και ο Μπρατάλ έτρεξαν σαν τα ποντίκια και κρύφτηκαν κάτω από τη γέφυρα. Η ημέρα ήταν η εικοσιοστή δεύτερη του Νοέμβρη και το φεγγάρι φεγγοβολούσε το ποταμό λίγο μετά τις δώδεκα.
Ο Γκονίγ άναψε ένα σπίρτο μπροστά στο πρόσωπο του, κι έμεινε να το κοιτά μέχρι να σβήσει.
Ο Μπρατάλ με την πλάτη στον τοίχο σφύριζε σιγανά ένα σκοπό, ψυθίρησε πως η επανάσταση είναι ένα χέρι κουλό που μόλις απλώσεις το δικό σου να κάνεις χειραψία εκείνο ξεκολλάει και πέφτει στο πάτωμα. Και ο Γκονίγ ρώτησε για ποιο χέρι μιλάς της επανάστασης ή το δικό σου; Το δικό μου απάντησε, σαπίζει και κουλένεται αμέσως από τη ματαιοδοξία της εξουσίας. Πως μπορείς να ξεγελάσεις το ποτάμι Γκονίγ χωρίς να συνεχίσεις κι εσύ προς το χαμό. Σε λίγο ακούστηκαν οι μπότες της περιπόλου να βαράνε πάνω από τη γέφυρα. Έκαναν τσιμουδιά κι όταν πια έφτασαν στην άλλη άκρη ο Μπρατάλ δεν άντεξε και έριξε ένα ουρλιαχτό σαν του λύκου. Τότε έτρεξαν ξανά σα μανιασμένοι μέσα στις στοές ώσπου βγήκαν σε ένα σκοτεινό στενό πίσω από το καπηλειό Un de Troi
του Μπολσεβίρ. Μπήκαν σα στοιχειά με κόκκινα μάτια πειραγμένα από την εσωτερική τους ανταρσία. Πέταξαν ένα κέρμα στο πάγκο και ο Τότεν τους σέρβιρε δυο κονιάκ. Αμέσως έβγαλαν κι οι δυο τα σημειωματάρια τους και πίνωντας και κοιτώντας τους θαμώνες πάσχισαν να κάνουν μουντζούρες στα χαρτιά.

Βλέπω ένα τόπο στο πόδι μου που με μυρίζει σα σκυλί κι ύστερα μου γαβγίζει κι εγώ που δεν έχω που να πάω αρνιέμαι να χαιδέψω το γυρτό του αυτί σάμπως και ακούσει το μυστικό μου.
Είμαι ένας νεκρός που περιφέρεται παράνομα μέσα στη γη των αιώνια νεκρών,
όμως εγώ θα ξεφύγω θα σαμποτάρω το μεγαλεπίβολο θάνατο, μαζί μου θα τον κάνω να μεθύσει να τραγούδησει να κλάψει. Μπρατάλ

Είμαι ένα χέρι το χέρι του Μπρατάλ εγώ το χέρι κάποιου άλλου θα αποκοπώ και θα ξεχειμωνιάσω στη τρέλα να καταλάβω επιτέλους πως τρίζει το ξύλο στη σιωπή, να κάψω το μουστάκι μου να κατουρήσω στο ποτήρι μου το αντικείμενο όπως το χέρι του άλλου να αποδείξω πως έχει μια τροχιά γαλαξιακή που γραντζουνάει τις χορδές τις φαντασίας μου. Να συμπεριλάβω όλα τα ονόματα στις αναμνήσεις μου. Να ξεθάψω όλα τα κόκαλα να τα πετάξω να τα κυνηγήσω μέσα στις ηλίθιες νύχτες που μαρτυράνε την ένδοξη χαρά της ανθρώπινης γελιότητας.Γκονίγ


Οι άνθρωποι συζητάνε, μιλάνε μεταξύ τους εκφράζουν με λόγια τις σκέψεις τους, μερικές φορές καταφέρνουν να επικοινωνήσουν κιόλας, όχι απλά να αυταποδικτούν, να αποδείξουν σε βάρος του χρόνου κάποιου άλλου την ύπαρξη τους.
Φαινομενικά όλα μπορούν να φανούν σαν μέρος της πραγματικότητας.
όμως η πραγματικότητα είναι φυσική, ενώ εμείς όχι.
Αν μπορούσα να σχεδιάσω ένα κόσμο, πως θα μπορούσες να υπάρξεις εσύ.
Αφού δεν σε γνωρίζω.
Το σύνολο μας, συντηρεί το σύνολο σου.


Εκεί κείτονταν σιωπηλοί, στα σφαλιστά βλέφαρα τους κεντούσε η νύχτα με κλωστές καινούρια φορέματα.οι παλάμες τους ανοιχτές, τα δάχτυλα χτυπούσαν στο ρυθμό της αιωνιότητας.
Η Τεσλίνα με τα λιτά μαλλιά στο μαξιλάρι ξεσκέπαστος λαιμός με μια ελιά πως αναβλύζει η θερμότητα.
Ο Γκονίγ κοιμάται απόψε. Και τα όνειρα είναι ένα τσούρμο αμούστακα παιδιά, μια χορωδία στη πόλη.
Είναι γιορτή, κι είναι όλοι οι τρελοί μαζεμένοι.
Μια πρόταση που δεν θα γραφτεί ποτέ.



Να επωφεληθούμε λοιπόν κι εμείς

Να επωφεληθούμε από τους αριθμούς
να επωφεληθούμε από το νερό
από τις γιορτές των φτωχών
από τις γιορτές των νεκρών
από τις γιορτές των πλουσίων

Να επωφεληθούμε από το κάρβουνο
να επωφεληθούμε από το χρυσό
από τα γέλια των μικρών
από το κλάμα των ποιητών
από την ψυχή των ωραίων

Να επωφεληθούμε από το σίδερο
να επωφεληθούμε από τη σκουριά
από το χιόνι στα βουνά
από τα ποτάμια στις πεδιάδες
από τα σύννεφα όλης της γης
να επωφεληθούμε

από τα μακρινά νησιά
από τα καλώδια που κρέμονται
από τους τοίχους με τα καρφιά
από το μελιτζανί χρώμα
από τους επεξηγηματικούς συνδέσμους
από τα πουλιά του παραδείσου

Να επωφεληθούμε από το αίμα
να επωφεληθούμε από τη σάρκα
από τα όργανα των ζωντανών νεκρών
από τα τύμπανα των πολέμων
από τα ξαφνικά μακελειά
από τις βρύσες που ρέουν το τίποτα της λήθης


Να επωφεληθούμε από τη γλώσσα τη παραστατική
να επωφεληθούμε από την πίστη
από τα ρήματα που ξαπρυγνούν μαζί μας
από τις αβυσσαλέες κλίμακες των ύπνων
από τα πενιχρά ψίχουλα της αγάπης


να επωφεληθούμε νηστικοί το αύριο
να επωφεληθούμε άστεγοι τους πύργους
το δέντρο να πληγώνουμε
το δρόμο να περνάμε
το χρόνο να μετράμε

να επωφεληθούμε
λες κι είμαστε εμείς
μια φάρα θεική
κανείς άλλος να μην προλάβει
να επωφεληθούμε κύριοι
η γενιά
της γενιάς του κόσμου
να επωφεληθούμε
από το ματωμένο ξίφος
και το κόκκινο κρασί
και τον κιτρινισμένο χάρτη
από τη δόξα
από όλες τις πανοπλίες
από τις εκκλησίες
από το λαθρεμπόριο της ύπαρξης

τούτο το ποίημα δεν είναι ποίημα
να επωφεληθεί ζητάει
όλη τη ποίηση
ή πόσο μάλλον τα μάτια που κοιτούν την ποίηση να επωφεληθεί.

αδέσποτα

αφέθηκα στις πλάτες των αγγέλων
στο σιγανό μουρμούρισμα των φτερών τους
αφέθηκα
αφαίρεσα το βάρος της μουδιασμένης μου πληγής
με ένα σάλτο κατακόρυφα ακολούθησα την πτώση
κι ανάμεσα στα δάχτυλα μου
αραχνιασμένα σύννεφα τυλίγονται
όμορφη ιεροσυλία
όμορφε παγετέ
υπερασπίσου την άγνοια του κόσμου με το τραγούδι αυτό

κι όπως τα φύλλα αλλάζουν χρώμα
κι οι θάλασσες ατίθασα μεθούν
παιδιά με ψάθινα καπέλα
κόρες και γιοι με τον ήλιο στα μαλλιά
ερωτευτείτε μανιαστείτε
και όσο πιο τρελοί ποζάρετε στον θάνατο
τι είναι η ζωή
χωρίς

ώποιητές

Χρυσανθίζει η γη,
και τη νύχτα
σκίζουν οι γάτες
τα σκουπίδια.

(νύχια)

Κοιμάται ο πατέρας
κοιμάται η μάνα,
και το παιδί αναλογίζει το χαμό
και το παιδί κεντάει τον υμένα

χάος περιγραφή
μιαν αριθμητική
στα κύματα στενάζουνε καημοί
και στα νησιά γδαρμένοι.

τοιχοδιωγμένοι, σάτυροι,
κι εντός ημερών
με πρόκες καρφωμένοι

Α-ηλιακοί
αλλιώς
Φαγιούμ

(σε πέρατα ταγμένοι, χαμένοι; )

άνετο = δεν ανήκει σε κανένα έτος

λεγεωνάριος
της αφρικής μικρός πεζός
επιβήτορας μικροαστικών τοπίων στο εξώκεντρο,
οι φίλοι κατατοπίζονται τα σώματα στιβάζονται,
αναρωτιέμαι στο μουγκό μου μεδούλι,
με αυτή την ταυτοπροσωπεία των νεκρικών πόρων, που καταλογιζόμαστε μέσα στο χρόνο,
τι αναπνέουμε ;
αποπνέουμε με σιγουριά κουφάρια,
και ξαναμένα στον ήλιο χρυσά σπαρτά που καίγονται.

με μία μικρή θαλπωρή ευρεσιτεχνίας της απομόνωσης,
σε παγερούς μεταναστευτικούς πομπούς ελίσεσσαι.

να ήταν τα τράγια τα βουνά
κορφές ποδάρια κέρατα
να ήταν τα απατηλά, απατηλά ξανά εδώ
ονειροκέρβερα λιαστά πρωινά.
κι ο χρόνος χαλάκι στην εξώπορτα.

καρδαμο

αριστοτεχνικά ξεπερνάμε κάθε βάλσαμο ανυπόφορο σκότος,
κοιτούμε κατάματα τον τυφώνα, κεντράροντας με πεσιμιστική διάθεση την καμπή της διαστρέβλωσης, ξελασπώνουμε την εκκεντρική οφθαλμάτη του ναρκισσισμού,
ξεφυλλίζουμε το διδακτορικό της υπερβατικότητας, σουλατσάρουμε αδύναμοι στο μικροαστικό πλαγιοκόπημα της ρουτίνας, κραυγάζουμε απερίσκεπτα το θάνατο της ταλαιπωρίας,
ακυρώνουμε τη πρόληψη του θαύματος, μαρτυρούμε τη μικρή κλωστή που κρέμεται, στενεύουμε το ακαθόριστο σύνολο των πιθανοτήτων εμπαίζοντας την πτυχή της ομορφιάς που γλιστράει, καρποφορούμε το ασυγκράτητο, τισαθεύουμε το αποπνιχτικό απολίθωμα της φαντασιογώνους καμήλιας,
ευεργετούμε τους τυφλούς από αλάτι ξέμπαρκους,
καλλοπίζουμε τα αγάλματα των νεκροταφικών συνδέσμων του ατμοσυναφιού,
ξεμπλοκάρουμε τα μηχανικά μέλη των νυχτολούλουδων,
ζητιανεύουμε τα υγρά που κοσμούν οι νύχτες και τα αξεσουάρ της μνήμης,
αναστρέφουμε τον καθρέφτη της αποκοπής, ριμάζουμε το πρόσωπο των ανέτοιμων,
κυκλώνουμε το πρωινό ξεφάντωμα της μεμψιμοιρίας,
ανακυκλώνουμε κομμένα δάχτυλα που δείχνουν το βοριά,
πετροβολούμε το τοίχο της απερισκεψίας, καθόμαστε χάμω στα χλωρά γρανάζια της ποταπότητας,
καραδοκούμε στις αισθήσεις που χρονοτριβούνε,
προμοτάρουμε την ανεξιθρησκεία της ταπείνωσης μας,
αναβλύζουμε το κλοιό της φυλακής μας, φιλάμε στο στόμα το απέθαντο θνητό ομοίωμα αντικατοπρισμών των μύθικών πλασμάτων που κατοικούν στο μαξιλάρι,
αναμένουμε, υπομονετικά και μη, ανεξέλεγκτα μέσα σε πιθανή αποτελέσματα φρουδικών μεσοτοιχιών,που κατοικούν τα κτήνη που παρεμβάλουν, παρεμβάλουν, παρεμβάλουν, ψυχικές εντολές αυτοκαταστροφής.
κι όλα αυτά δεν είναι παρά μάταιες λέξεις που φυτρώνουν σε μια σχισμή,
κι όλα αυτά δεν είναι μονάχα σύμπαντα νωχελικά που πλέουν.

εγώ αναρωτιέμαι
δεν είμαι εγώ.

μάζα βόλουμ ουάν

ένα κομμάτι από κάτι,
πεταμένο
να λες πως θυμάσαι εκείνη τη μέρα,
κι εκείνος να σου πετάει σκατά

Εμίλ- Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να έρθει από την άλλη κατεύθυνση, κι αυτό σημαίνει πως δεν θα τον δούμε.

Κιλοτίν- Ας έρθει,πραγματικά δενν με ενδιαφέρει τίποτα πια.

Εμίλ- Λένε πως απόψε θα νυχτώσει 12 λεπτά νωρίτερα.

Κιλοτίν- Πες τους πως δεν φοράω ρολόι.


Το έγγραφο 49 ήταν κλεισμένο στο συρτάρι του γραφείου.Ο κ. Ιλοτάι, πίνει τσάι.
Η Ιαπωνία δεν έμοιαζε ποτέ πιο όμορφη από το Παράθυρο του 73ου ορόφου.
Στις 7.23 κατεύθασαν μαύρα σκάφη σαν σμήνος και στέκονταν ακίνητα.
Η πόλη πανικόβλητη μετατοπίστηκε χιλιάδες χιλιόμετρα. Φάντασμα πλέον.
Οκ. Ιλοτάι δεν ξαναήπιε τσάι. Και η Ιαπωνία ποτέ δεν ήταν πιο όμορφή από τότε.
Το έγγραφο 49.

Πρώτα θα πρέπει να ξαπλώσεις
στη φύση
μέχρι να πιαστείς
μέχρι να μάθεις να τρέχεις

Μετά θα πρέπει περιμένεις
πολύ
για να θυμόνται οι επόμενοι
ταυτόχρονα θα χορεύεις
στη ντισκοτέκ του ουρανού

το υπόλοιπο είναι το έγγραφο 50.
δεν έχουμε στην κατοχή μας το έγγραφο 50.


Η εξέλιξη της αφής είναι το μάτι,
η πρόθεση είναι σχεδόν αυτοάνοση

Αν ο Α ισούται με τον Α στο τετράγωνο μείον Α
αυτό λοιπόν είναι ο χρόνος




Ο Ζερού κοιμόταν πλάι στην κοπέλα του
την Τάνσι
η γη ήταν μικρότερη τότε
κι όμως εκείνη τη νύχτα η γη μεγάλωσε
κι αποκόπηκε η νεώτερη αμερική από την ασία και την αυστραλία
τότε όλοι πήγαιναν προς την ανατολή
Η Τάνσι έμεινε, ο Ζερού κύλησε
κι η γη μεγάλωσε



οι ιστορίες είναι αυστηρές.
τα αυτιά σου είναι φιμωμένα.

αόρατο

Ο Ριχάρδος ο Β' με πανσέληνο στο βυρσοδεψείο
δυο σελίδες Μπαρίκο σφαγής (Ωκεανός 112-115 σελ.)
η Τζόντι ονειρεύεται
Τον τελευταίο καιρό, δεν είναι ο χρόνος κλεμμένος ;
λες και χαμήλωσε ο ουρανός

κυριακή σελοφάν δευτέρα

Στη άκρη της ταράτσας έχει μια μικρή γούβα, που σήμερα λόγω βροχής ξεχείλισε.
Κι από κει κύλησε μια σταγόνα που έσκασε στην τέντα του πέμπτου ορόφου, κύλησε και μετά έσκασε στην τέντα του τέταρτου ορόφου, μετά κύλησε και έσκασε στην τέντα του τρίτου οροόφου,
με τά κύλησε και έσκασε στην τέντα του δεύτερου ορόφου, μετά κύλησε και έσκασε στην τέντα του πρώτου ορόφου, επιτέλους προσγειώθηκε στο δρόμο. Πάνω στα εκατό χιλιάδες καντήλια.
Ένα καντήλι έσβησε.

Η Ιάννα ανεβαίνει το στενό εγω προχωράω κατά μήκος της Πειραιώς.
- Πας Πετράλωνα;
- Ναι.

Και κάπως έτσι συνεχίσαμε το δρόμο μαζί μιλώντας.
Εγώ είχα τελείωσει την παράσταση κι εκείνη είχε πάει σε μια παράσταση.


- Είσαι ερωτευμένος ρωτάει.
- ΄Οχι απαντώ. Ήμουν, προσπαθώ να συνέλθω.


Η παράσταση που παρακολούθησε βασιζόταν σε κάποια ποιήματα του Ρεμπώ.

Το αγόρι έμεινε μονο σπίτι. Όταν βαρέθηκε, βγήκε έξω.
Περπάτησε μέχρι που βρήκε ένα αχτύπητο εισητήριο στο δρόμο.
Μέσα σε ένα λεπτό συνάντησε έναν ηλικειωμένο κύριο και τον ρώτησε προς τα που ήταν ο υπόγειος σταθμός τρένων.
όταν έφτασε στον υπόγειο σταθμό τρένων χτύπησε το εισητήριο του και μπήκε σε ένα βαγόνι.
Η βουή.

όταν πια οι ώρες
τον γέμισαν με φόβο, απόφασισε να γυρίσει.
δεν μπορούσε να θυμηθεί σε ποιον σταθμό μπήκε.
Κοίταξε την ώρα στο εισητήριο.
7.42

Μέσα στη βουή, επέστρεψε πίσω στο χρόνο την ώρα που χτυπούσε το εισητήριο.
Τότε το έδωσε σε κάποιον περαστικό.
Γύρισε σπίτι.
Κοιμήθηκε.

Ό Γιώργος κάποτε έγραψε ένα θεατρικό με βάφλες, μετά από χρόνια παρευρέθηκε στη ταπείνωση και την παράνοια μας.
Ο Γιώργος.

Η ποίηση τροχίζει τον χρόνο, και τον πυρώνει.

Απ' όλους τους ανθρώπους που έχουν μάτια, δεν έχω τίποτα άλλο να πω.



Οι γρίλλιες κοιτούσαν τους περαστικούς στα μάτια

Ο αέρας είχε ένα χρώμα που θυμίζει μοκέτα ξενοδοχείου.
Εκεί καθόμασταν πέρα από τα δύο πρώτα δέντρα, λίγο πιο κάτω είχε ένα παγκάκι.
Εσύ έλεγες πως το τέλος του κόσμου θα είναι περιτύλιγμα δώρου που έλιωσε στα χέρια μας.
Κι εγώ θα ακούω, που και που θα πετάω ατάκες του τύπου.
-Θυμάμαι.

Θα είναι μια ακατανόμαστη σπουδή, χωρίς επίκεντρο.
Λες και περισέψαμε.

Θυμάμαι τα γλυκά αγγίγματα που έπλεαν τα απογέματα.
Θυμάμαι νύχτες αιμοβόρες που κατέληγαν σε πάλες σεντονιών.
Θυμάμαι πως κάποτε πήρε το μάτι μου ένα δρόμο, που ήταν πανέμορφος, κι εγώ τον προσπέρασα.
Σαν κάτι γλάστρες που νομίζεις ότι θα έπρεπε να χωράνε στη παλάμη σου.


Κάποιος ρώτησε, κι αυτή η μνήμη θα ναι πάντα παρελθόν.
Μπορώ;

Οι γρίλλιες κοιτούσαν τους περαστικούς στα μάτια,
κι εμείς ψοφάγαμε στα γέλια.
Μέσα στην ευμάρεια της ταλάντωσης.
Σαν τα σκουλήκια που κρεμάνε τα ρούχα μας.
Τι παγερό φαϊ.
Πόσα κτήνοι να κυνηγούν μαζί πανσέληνο.
Κάπως έτσι διαστέλλονται τα νερά της λίμνης.
και κάποια φορά θα πνιγείς.

λεγκάν



Οι λέξεις είναι κώδικας, εσωτερικός παλμός που σκιαγραφεί πίνακες στο εσωτερικό καμβά του εγκεφάλου.
Σε όλα τα επίπεδα της διαύγειας, εγκαθίσταται η μορφή.
Υπό πολλά πρίσματα, αναλύονται οι επεμβάσεις μας.

οι επεμβάσεις μας: εξήγηση, προσπάθειες του ανθρώπου να ελέγξει το παρόν, να πάρει θέση


Όταν σχολάμε από ωράρια, τίνος ωράριο ακολουθούμε.
Στις εποχές μάταια δεν γερνούμε.
σαν γνέφει αποστρέφουμε


τις διαβαθμίσεις
θέλουνε
εντάξει
θα τις πω

αρχίζουμε

δέκα, τέσσερα, δύο χιλιάδες, δεκατέσσερα

γρέχει,
κι όλα τα σύμβολα
εμφανίζονται αργά

μια μουσική γλώσσα θα εξιστορούσε καλλίτερα
ο΄ταν αφήνεις την αγάπη για το γρυλλισμό

πρωταπριλιά
σε δυο βδομάδες γιεννιέμαι

στη μέση της άνοιξης
τι άλλο να ζητήσεις

να ταν ειλικρινής η φτωχική σκιά που μιλάει
τουλάχιστον να μασταν κι εμείς

βεβήλωση βε βη λω ση

αυτή η πόλη ένα λευκό χαρτί με γραμμές
σαν κάποια σημαία
ποιος πραγματικά ενδιαφέρεται
μέσα στη σφαίρα του χρόνου
στροβιλιζόμαστε τόσο καιρό
κι όμως τα λόγια μου είναι ασήμαντα
λες και κάποιο τυχαίο χέρι ανασκαλεύει χώματα.


ο χρόνος ο κοντοπίθαρος ασβέστης που μουντζουρώνει τα όνειρα
μας ρίξανε απ' το γκρεμό από τη γέννα
κι ακόμα κατρακυλάμε

γεροχρόνε
βαστάς
τα κόκκινα μου μάτια
για δε τα κλείνεις

η γλώσσα είναι σπασμένη
και οι φλούδες 

καφεκοπτείον

οι εικόνες, αποτυπώνονται στον αμφιβλιστροηδή.
πως λοιπόν δεν μας διατάζουν οι ιδέες μας.
τα όνειρα είναι μια παράκρουση φωτός.

αίητις
ναϊντις
τουέντις

πα ρα πα ρα πα ρα παμ
τόξα
ψάρια


κυνηγώ
ο κυνηγός
του κηνυγού


                                                                      λιβαδι

dada ist dada
















να μην περιμένεις άλλο













κάποιοι ήδη λένε πως άρχισε










                                                                        ηρεμία

oldtown

στις προσεχείς ημέρες θα λάβετε ένα δέμα με βιβλία.
μέσα σε κούτα ή χαρτί περιτυλίγματός μας.

ενημερώνω
εσάς

πως δεν πρόκειται για πολύ ακόμα
να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση.
οι κυψέλες κλείνουν.

τέλος

υλικό. 
πέτρα δαμασμένη.
κερί που συντάσσει διακοπές.
δεν είναι στολισμένη η γιορτή μου;
μήπως σε φώναξα εδώ και δεν θυμάμαι;
μέσα στο στήθος το δάσος, πολικό ζαχαροπλαστείο.
αν υπήρχε η λέξη, με βεβαιότητα.
τέλος


των νυχτων η ατερμονη πραξη

τις νυχτες δεν υπαρχουν τονοι
τις νυχτες υπαρχουν κολυμβητες
κολυμβητριες

πλεκουν τα χερια τους
οι σιαγονες ευθυβολουν την σιωπη
κραμα κυτταρικα εσφαλμενο
παρεμποδιο της εξελιξης
θα ταν ωραιο μιας και καλοκαιριαζει να ειπωθει η λεξη ταρατσα.


παλια ετεινα προς την αμφιβολια
τωρα η αμφιβολια τεινει προς εμενα
ειναι χορος η ζωη
καμια φορα μεχρι να ρθει η σειρα σου
λες εχω ερθει εδω για να χορεψω
μα δε χορευεις

                                                                       τοεδώ


ένα έργο του Παναγιώτη Λογοθέτη.








                                                                        εκεί.







                                                   τελείωσα μόλις αυτή τη φράση.



αμπ
νερ
οχω
ιρι
χι
ττ
αο
                                                                      γη.                                    
       

                                                                                                                                                            η                                                                                                                                                                 λ
                                                                                                                                                                 




                                                            άνειρο άστρελο
                                                                 το άλφα.

Στο Δάσος

Παρατηρώ, χαμένος, την αφίσα της παράστασης. Κορμοί από δέντρα και φύλλα σκεπάζουν το χώμα.
Μάρτη μήνα με το τριμμένο παλτό έξω στο κρύο λες κι είναι πάλι Δεκέμβρης.
Σε τούτη τη χώρα ο Δεκέμβρης δεν έχει τελειώσει ακόμα. Είναι λες και την τρίτη μέρα πέσαμε όλοι για ύπνο και ακόμα ονειρευόμαστε κάποιο εγωιστικό όνειρο χωρίς φωνή.

Ο πλανήτης γυρνά λες και έχει φάει σκαμπίλι.
Τα χέρια παλαιολιθικά κρυμμένα.

Αναρωτιέμαι για τις εκκλησίες που χει χτίσει ο άνθρωπος, όλες τις εκκλησσίες του κόσμου.
Άπιστοι, ξενοφοβικοί, να ανακαλούμε αρχικές φαντασίες.

Στο δάσος, εκεί μονάχα υπάρχει.
Λυπάμαι, δυστυχώ, σε μια μονότονη κακοστοιχία.

Το υποσύνολο υπογράφει ακόμα τη νύχτα, καραδοκεί μια τελευταία Άνοιξη, έχει αποσυρθεί κάθε κύμα, και ανάμενει τον παλμό.

Η φύση μπορεί να ασχημαίνει μα είσαι εσύ που την κοιτάς με τέτοιο βλέμμα.
Κοιμήσου αληθινά, κοιμήσου, θα σε ξυπνήσουμε εμείς.


Νόραπ, Νόθλεραπ, Νόλλεμ.

                         Ο πατέρας είχε τρια παιδιά.

Τρία παιδιά διασκορπισμένα στη γη,
οι πόλεμοι και οι έρωτες,οι σκέψεις και η μελαγχολία,
προ πολλού τα είχαν εξωθήσει σε διαφορετικές αναζητήσεις.

Τρία παιδιά διασκορπισμένα στη γη,
οι καραμούζες και τα χαρτόνια, τα κυβάκια και η έρημος,
προ πολλού τα είχαν εξωθήσει σε διαφορετικές αναζητήσεις.

Ο Νόθλεραπ, ο Νόραπ, ο Νόλλεμ.

Κείτονται κι οι τρεις αγγελικά ταγμένοι.

Ποτέ .π. ια ξάνα-μάζι ουρανο ί
με ββλέ φα ρα χαμ ηλωμένα.

Να-μην μας ββρέξει χε ι μώ να ς, ναμην
μα ςπ αγώσ ει, όχι.

                         Η μητέρα είχε τρία παιδιά.


Τρία παιδιά διασκορπισμένα στη γη,
τα άρματα και οι συλλαβές, οι άνεμοι και τα χορτάρια,
προ πολλού τα είχαν εξωθήσει σε διαφορετικές αναζητήσεις.

Τρία παιδιά διασκορπισμένα στη γη,
η αντηλιά και τα δέντρα, τα κύματα και τα φιλιά,
προ πολλού τα είχαν εξωθήσει σε διαφορετικές αναζητήσεις.

Ο Νόθλεραπ, ο Νόραπ, ο Νόλλεμ.

Κείτονται κι οι τρεις αγγελικά ταγμένοι.

Πο τέ πιαρολ ό γι-α κ ρεμασμέ να
να χτ υπούν μ ισο σκότα δ α.

Ναμη νξεχν ώ το αίμα,
ν α μην δ υσπε τώ.


Ποιήματα από το μέλλον

Ας γράψω, ας γράψω. ας γράψω τις πενιχρές σκέψεις σε πενιχρό χαρτί. ποιο χαρτί?
διαδίκτυο. επιφάνεια εργασίας. χρωμοστοματική καταγραφή του αφαιρούντος δέρματος.
επιλήψία της ψυχής της μάταιης ακοινώνητης ώρας.
ω ποίημα μπετό, ανήλιαγο προεθνικό στραπάτσο.
πόλη κατουρημένη πως ξεβγάζεις τα σεντόνια σου σημαία.
κι οι φυσαλίδες του απόγευματος σκάσαν.
οι φυσαλίδες σκάνε. νόμος.
νόμος, το πάγκρεας, καταυλισμός αθίγγανων, χάμπουργκερ σε μισή τιμή.

πορεία στρατιωτική.
όμορφιά.
ξέκαυλος αστερισμός.
καντηλαναύτης.


προς τα που πάτε?
γιατί έχουμε και δουλειές.
τράγιά.

ασλιπωθείτε, εγγλέζικες παροιμίες.
κάτω από την πέτρα το σκουλήκι ραγουδάει όπερα.
χαμός

είσοδος πολυκατοικίας

τούτο το φως που δανείζεσαι χωρίς ντροπή και το οξυγόνο τις λέξεις που άλλοι τόσοι αποθέωσαν εσύ περνάς από τη μηχανή των μηχανών χωρίς αιτί...